Κέρασε το καλύτερο πιάτο της στο πρώτο νοκάουτ παιχνίδι η Ιταλία. Κι όσο κι αν το περιμέναμε, κι εμείς κι η Ισπανία, ήταν σαν μια απολαυστική ανακάλυψη.

Τα δείγματα είχαν έρθει από τους αρχικούς αγώνες: ο Κόντε βρήκε το σύστημα που ταιριάζει στην ψυχή και τα προσόντα της ομάδας του, και της χώρας του, και διάλεξε τους παίκτες, τους δευτεροκλασάτους, ως ονόματα, παίκτες, που θα το υπηρετούσαν –το αντίθετο από αυτό που έκαναν ένας Βίλμοτς (που έχει πράγματι καλούς παίκτες) κι ένας Χότζσον (που νόμιζε ότι έχει).

Στο ντέρμπι με την Ισπανία, η ιταλική μέθοδος φανέρωσε τη σχεδόν απόλυτη –πλην τελειώματος των φάσεων –επάρκειά της: η ομάδα που είχε τη λιγότερη κατοχή ήταν η πιο επικίνδυνη, κέρδισε τις πιο πολλές μονομαχίες, κινδύνεψε λιγότερο και πρόσφερε το καλύτερο θέαμα. Γιατί για μία ακόμα φορά αποδείχτηκε ότι το θέαμα στο σύγχρονο ποδόσφαιρο μπορεί να το προσφέρει μόνο ο συνδυασμός μυαλού, ψυχής και ταχύτητας.

Σε αυτήν τη συνολική εικόνα, ό,τι και να ειπωθεί για τη συνεισφορά ενός παίκτη θα είναι λίγο. Αλμπερτόζι, Τζοφ, Μπουφόν: η γραμμή είναι ευθεία και δεν τη διέκοψαν οι απλώς καλοί Τζένγκα και Παλιούκα. Κλισέ, αλλά, όπως όλα τα κλισέ, γεμάτο αλήθεια: ιταλική ομάδα χωρίς μεγάλο τερματοφύλακα είναι πίτσα χωρίς τυρί. Ο Μπουφόν όμως είναι κάτι πολύ παραπάνω από μεγάλος τερματοφύλακας. Μια προσωπικότητα που κατευθύνει την άμυνα, γεμίζει όλη την ομάδα με εμπιστοσύνη και κάνει συμπαίκτες και αντιπάλους να ξέρουν ότι, την κρίσιμη στιγμή, τα τεράστια χέρια του θα νικήσουν τους νόμους της ηλικίας και του ποδοσφαίρου. Η απόκρουσή του στο τετ α τετ με τον Πικέ στο 89′ ήταν αυτή που σφράγισε τη μεγάλη νίκη με την Ισπανία, περισσότερο ακόμα κι από το δεύτερο γκολ, που πάτησε ακριβώς πάνω σ’ αυτήν την απόκρουση.Και τώρα; Σε μια σειρά αγώνων που ούτως ή άλλως είναι όλοι τελικοί, περιμένουμε, με όλες τις αισθήσεις τεταμένες, ένα ακόμα πιο ζεστό πιάτο.