Στον αθλητισμό, όπως και στα όνειρα δεν γερνάει κανένας.

Ακόμα τον έχω στον νου μου ρωμαλέο και βλοσυρό τον Νίκο Γκάλη, να προσηλυτίζει έναν ολόκληρο λαό στη θρησκεία του μπάσκετ, σαν εκείνους τους ιεραπόστολους που όργωσαν τη Νότια Αμερική και έσπειραν τον σπόρο του διχασμού στους αφελείς και καλοκάγαθους ιθαγενείς, που μέχρι τότε είχαν για θεούς τους κεραυνούς και τον εαυτό τους.

Το ίδιο έκανε κι ο Γκάλης. Στην ποδοσφαιρολατρική Ελλάδα των παναθηναϊκών θαυμάτων του Γουέμπλεϊ, της ευρωπαϊκής ΑΕΚ του Μπάρλου, του (από τότε) μόνιμου πρωταθλητή της εξουσίας Ολυμπιακού, ήρθε ένας απόστολος από τη χώρα του ΝΒΑ, αμφισβήτησε τους ντόπιους θεούς και τις εικόνες τους και δίδαξε πώς μια χώρα βγαίνει στους δρόμους με ένα θαύμα.

Θαυματούργησε και δίχασε (όπως οι κομίζοντες καινά δαιμόνια) έναν λαό –που αρέσκεται και απολαμβάνει διχασμούς –σε μπασκετικούς και ποδοσφαιρικούς.

Αυτός ήταν ο Γκάλης, που από την περασμένη Δευτέρα ο ναός του μπάσκετ στην Αθήνα θα είναι αφιερωμένος στη φήμη του.

Ορθή η απόφαση του υπουργού. Οι «θεοί» πρέπει να τιμώνται και να λατρεύονται εν ζωή και όχι όταν τους τυλίξουν το σάβανο του μύθου και το χώμα.

Στην Ελλάδα των Μνημονίων και των αμνημόνων έχουμε στήσει αγάλματα σε λογής λογής τυχάρπαστους, που ουδεμία θετική σχέση με το ελληνικό στοιχείο είχαν: του προέδρου των ΗΠΑ Χάρι Τρούμαν, για παράδειγμα, ή του πρωθυπουργού της Βρετανίας Τζορτζ Κάνιγγ, εκπροσώπων χωρών που ζημίωσαν τον τόπο μας ανυπερθέτως. Και ελάχιστα μνημεία για εκπροσώπους του αθλητισμού. Κάτι υπάρχει για τον Σπύρο Λούη κάπου κρυμμένο.

Εξω από το στάδιο του Αμαρουσίου δεν θα έπρεπε να ανεγερθεί ο ανδριάντας του Οτο Ρεχάγκελ; Του Γερμανού που αναβίωσε την αρχαία ελληνική θρησκεία των ταπεινών και καταφρονεμένων: αυτή του ποδοσφαίρου;

Στην είσοδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας γιατί να μη βλέπει ο Μίμης Δομάζος την προτομή του; Ή έξω από το γήπεδο του Πανιωνίου να κατατίθεται στεφάνι στο άγαλμα του θεού Θωμά Μαύρου;

Και στο Γεώργιος Καραϊσκάκης ένα λαμπρό ορειχάλκινο μνημείο με τη μορφή του κυρίου Σάββα Θεοδωρίδη, που στη βάση του να είναι χαραγμένα κάποια από τα σοφά λόγια του.

Θα μου πείτε είναι καιρός για αγάλματα; Στη χώρα της αρπαχτής και της ρεμούλας θα γίνει κάπως σαν τη ταινία «Ενας ήρως με παντούφλες».

Κάτι ο χαλκός, κάτι οι τσιμεντάδες για τη βάση, κάτι τα κέτερινγκ στα εγκαίνια, να ο προϋπολογισμός ολόκληρης χρονιάς στην τσέπη των επιτηδείων!

Γιατί έτσι συμβαίνει στην Ελλάδα: τους θεούς τους έχουμε ή για να τους δωροδοκούμε ή για να μας ξεπλένουν τα δικά μας «θαύματα».

Και όσο για τα αγάλματα όπως λέει ο ποιητής: «… τ’ αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια, είμαστε εμείς».