Οσοι προτιμούν να βλέπουν τα ποτήρια μισογεμάτα θα πουν πως η έκβαση της αναμέτρησης Σόιμπλε – Τόμσεν, με θεατή τον Τσακαλώτο, στο Eurogroup της Τρίτης μάς επιτρέπει έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Πληρώσαμε κάτι παραπάνω, αλλά τουλάχιστον αποφύγαμε τον κίνδυνο να ξαναζήσουμε την περσινή εμπειρία ασφυξίας. Η αβεβαιότητα αίρεται, η επιστροφή του Grexit αποτρέπεται, η ρευστότητα θα βελτιωθεί, οι τράπεζες θα ενισχυθούν και η κυβέρνηση θα έχει χρόνο να αποδείξει αν μπορεί να κάνει κάτι πιο ωφέλιμο, για την οικονομία και για τη χώρα, από το να διαπραγματεύεται.

Οσοι προτιμούν να βλέπουν τα ποτήρια μισοάδεια θα πουν πως η απόφαση του Eurogroup έβαλε, απλώς, το ελληνικό πρόβλημα στο ράφι, ώστε να μην προστεθεί μία ακόμη απειλή σε έναν ορίζοντα που τον σκοτεινιάζουν ήδη ο φόβος του Brexit και ο αναδυόμενος ακροδεξιός εθνικισμός. Δεν άλλαξε, όμως, τα δεδομένα του προβλήματος. Η Ελλάδα θα μείνει για χρόνια στον αναπνευστήρα –σύμφωνα με την απαισιόδοξη ανάγνωση –επειδή κανείς δεν θα θέλει να τη βγάλει από την πρίζα. Αλλά και κανείς δεν νοιάζεται στ’ αλήθεια να τη βοηθήσει να αποσωληνωθεί και να σταθεί στα πόδια της. Απόδειξη ότι οι προτάσεις του Ταμείου για μια άμεση και δραστική ελάφρυνση χρέους αντικαταστάθηκαν από μια μάλλον αόριστη υπόσχεση ότι ένας κόφτης θα περιορίζει το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους –«αν χρειαστεί».

Εγώ πάλι θα έλεγα, απλώς: καλό ή κακό –ή λίγο κι από τα δύο -, μακάρι το αποτέλεσμα του τελευταίου Eurogroup να σημαδεύει το τέλος (ή έστω μια μακρά ανάπαυλα) στο σίριαλ της ατέρμονης και ανώφελης διαπραγμάτευσης.

Από τις αρχές του 2011, από τότε δηλαδή που έγινε φανερό ότι το πρόγραμμα εκτροχιάζεται, ο μεταρρυθμιστικός ζήλος εξατμίζεται, οι υποθέσεις και οι στόχοι του πρώτου Μνημονίου αποδεικνύονται ανέφικτοι, από τότε κι ύστερα γυρίζουμε στον μύλο μιας αέναης διαπραγμάτευσης. Διαπραγματευόμαστε αδιάκοπα. Mερικές φορές η διαπραγμάτευση αφορά αναγκαίες διορθώσεις ημαρτημένων. Μα πιο συχνά διαπραγματευόμαστε για να διαπραγματευθούμε, για να κερδίσουμε χρόνο, να κυνηγήσουμε χίμαιρες, να πουλήσουμε μούρη ή να εξαιρέσουμε από την εφαρμογή των συμφωνηθέντων κάποια κατηγορία εκλογικών πελατών της εκάστοτε κυβέρνησης, την αναβολή ή και αθέτηση των συμφωνημένων, διεκδικούμε τον πολιτικό χρόνο, την προστασία των πελατών.

Και κάθε τόσο προκύπτει και η ιδέα πως όλα θα γίνουν καλύτερα αν μεταφέρουμε τη διαπραγμάτευση από το τεχνικό στο πολιτικό επίπεδο. Το δοκίμασε με μεγαλοπρεπή αποτυχία η κυβέρνηση Παπανδρέου, τον Σεπτέμβριο του 2011. Το ξαναδοκίμασε η κυβέρνηση Σαμαρά, όταν προσπάθησε να πείσει ανεπιτυχώς τη Μέρκελ να διώξει το ΔΝΤ και μετά να τα βρούμε, μεταξύ πολιτικών. Το έφθασε στην υπερβολή του η κυβέρνηση Τσίπρα, στο εξάμηνο της βαρουφακιάδας, αλλά και έπειτα από αυτήν –έως το επεισόδιο της υποκλαπείσης συνομιλίας. Τελικά, δεν διαφέρουν και τόσο πολύ μεταξύ τους οι κυβερνήσεις των καιρών της κρίσης…

Το αποτέλεσμα ήταν η Ελλάδα να βρίσκεται διαρκώς στον αστερισμό της αβεβαιότητας. Να αναπαράγεται η αμφιβολία για τη θέση της χώρας στο ευρώ. Να αποτρέπεται κάθε πιθανός επενδυτής από το να αγγίξει τον «ελληνικό κίνδυνο». Στο ερώτημα γιατί στην Ελλάδα το ίδιο πάνω-κάτω πρόγραμμα είχε ως αποτέλεσμα απίστευτα μεγαλύτερη ύφεση, ανεργία και κοινωνική οδύνη απ’ ό,τι στις άλλες χώρες όπου εφαρμόστηκε, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία ή την Κύπρο, η πειστικότερη απάντηση είναι, ίσως, πως εκείνοι «διαπραγματεύθηκαν» λιγότερο. Και γι’ αυτό –αλλά όχι μόνο γι’ αυτό, φυσικά –κανείς ποτέ δεν μίλησε για Irlexit ή Portexit. Πράγμα που είχε τεράστια, έστω και αν είναι δύσκολα ποσοτικοποιήσιμη, επίπτωση στη διάρκεια και στο βάθος της ύφεσης στην Ελλάδα.

Από την αρχή της κρίσης, πολλοί έλεγαν ότι η εφαρμογή του Μνημονίου είναι όρος για την αποφυγή της χρεοκοπίας, δεν είναι μέσο για την ανάκτηση των προϋποθέσεων της ανάπτυξης, δεν είναι δρόμος για ν’ αλλάξει η χώρα. Αυτό είναι δικό μας, εσωτερικό ζήτημα. Χρειάζεται δικό μας, ιθαγενές σχέδιο, δική μας βούληση και συναίνεση. Η διαπίστωση ισχύει στο ακέραιο, ακριβώς επειδή έξι χρόνια τώρα δεν έχει γίνει ούτε βήμα προς την κατεύθυνση αυτή.