Κάποτε, κάποιος ξεστόμισε μια φράση, η οποία έμελλε να αποκτήσει τεράστια απήχηση. Να γίνει πασπαρτού, όνειδος μαζί και συγχωροχάρτι. «Η Ελλάδα», είπε, «δεν έχει, δεν είχε ποτέ, αστική τάξη».

«Δεν έχουμε αστική τάξη!» εντυπωσιάστηκαν πολλοί και διάφοροι, και σοβαρότατοι –ανάμεσά τους –άνθρωποι. «Ετσι εξηγούνται άρα τα κακά της μοίρας μας. Εάν δεν έχεις αστική τάξη, πώς να φτιάξεις σοβαρή δημόσια διοίκηση; Πώς να λειτουργήσεις καλά πανεπιστήμια; Πώς να γραφτούν στη γλώσσα σου σημαντικά μυθιστορήματα; Εάν δεν έχεις αστική τάξη, η κοινωνία σου δεν διαθέτει ρίζες και συνέχεια. Καημένη Ελλαδίτσα, που δεν έζησες αναγέννηση, διαφωτισμό και βιομηχανική επανάσταση παρά αναδύθηκες ως κράτος απ’ το πουθενά και κουβαλάς έκτοτε στην καμπούρα σου τα τετρακόσια χρόνια της Τουρκοκρατίας! Δυστυχισμένη Ψωροκώσταινα, λειψή απ’ τα γεννοφάσκια σου…».

Οι κήρυκες της απουσίας εθνικής αστικής τάξης δεν ήταν τίποτα απερπάτητοι. Είχαν ίσα ίσα ταξιδέψει, σπουδάσει, ενίοτε και εργαστεί στην Ευρώπη και στην Αμερική. Επιστρέφοντας και μην αντικρίζοντας πουθενά στην Ελλάδα το αντίστοιχο του Σίτι στο Λονδίνο, της παρισινής Σορβόννης –η οποία λειτουργεί από τον 12ο αιώνα -, της αυτοκινητοβιομηχανίας του Ντιτρόιτ ή αργότερα της Σίλικον Βάλεϊ, κατέληξαν εύκολα στο συμπέρασμα πως είμαστε ένας λαός τυχάρπαστος, μια πολιτεία χτισμένη στην άμμο. Οι ουκ ολίγες περιπτώσεις των ντόπιων κοσμικών πλουσίων οι οποίοι δανείζονταν εξωφρενικά ποσά για να τα σπαταλήσουν επιδεικνυόμενοι, αδιαφορώντας παγερά για το μέλλον των επιχειρήσεών τους, ενίσχυαν τον ισχυρισμό. Ακόμα και οι τρομοκράτες της 17 Νοέμβρη χλεύαζαν στις προκηρύξεις τους τη ΛΜΑΤ, τη Λούμπεν Μεγαλοαστική Τάξη.

Και όμως, αστική τάξη στην Ελλάδα υπήρχε από τον προπερασμένο ήδη αιώνα. Απαρτιζόταν από τους γιατρούς, τους δικηγόρους, τους γυμνασιάρχες κάθε πρωτεύουσας νομού, κάθε κωμόπολης ακόμα. Από τους ανθρώπους που, με κυρίως εφόδιο όχι την κτηματική τους κληρονομημένη περιουσία μα τη φιλοδοξία, τη μόρφωση και την καπατσοσύνη τους, είχανε πάει μπροστά, ανοίγοντας δρόμο και για τους συμπολίτες τους. Οι εργοστασιάρχες των εκατό ή των διακοσίων εργατών, οι καπετάνιοι που είχαν αποκτήσει ένα μικρό ακτοπλοϊκό και το κουμαντάριζαν μόνοι τους μπορεί να μη διέθεταν την ισχύ και τη λάμψη των Κρουπ ή των Ροκφέλερ. Εφεραν όμως επαξίως τον τίτλο των αστών μιας περιφερειακής χώρας. Για να μη μιλήσουμε για τους Ρωμιούς της Διασποράς που επαναπατρίζονταν και ίδρυαν πρότυπα σχολεία, βιβλιοθήκες και νοσοκομεία, που έδιναν υποτροφίες στα προικισμένα αγροτόπαιδα του τόπου καταγωγής τους διεκδικώντας το φωτοστέφανο του εθνικού ευεργέτη.

Και τα πανεπιστήμια –η Ιατρική, η Νομική, το Πολυτεχνείο –ευτύχησαν να έχουν καθηγητές διεθνούς λάμψης και φοιτητές που διέπρεπαν. Και η πνευματική κίνηση της χώρας ήταν ανέκαθεν ζωηρότατη. Τα δύο Νομπέλ δεν έπεσαν από τον ουρανό –επωάστηκαν από τη γενιά του ’30, της οποίας εάν οι πεζογράφοι δεν έκαναν παγκόσμια επιτυχία, ας το χρεώσουμε περισσότερο στο ανάδελφο της γλώσσας παρά στους ίδιους. Ο «Γιούγκερμαν» του Καραγάτση, η «Αργώ» του Θεοτοκά δεν αποτελούν μυθιστορήματα δεύτερης κατηγορίας. Ούτε ασφαλώς η «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη, το «Κιβώτιο» του Αλεξάνδρου ή το «Τρίτο στεφάνι» του Ταχτσή, για να περιοριστώ στους πεθαμένους. Κι ας μη μιλήσουμε για εικαστικούς σαν τον Τσαρούχη και τον Μόραλη, σκηνοθέτες σαν τον Κάρολο Κουν, ηθοποιούς σαν την Κοτοπούλη, την Κυβέλη, τον Βεάκη, τον Κατράκη…

Η Ελλάδα και αστούς διέθετε και κοινωνική κινητικότητα θαυμαστή και ισχυρότατους μοχλούς προόδου. Ο στίχος «πρώτοι στα άρματα, στα γρόσια και στα γράμματα!» είναι μεν ηπειρώτικος, εκφράζει όμως το κυρίαρχο πνεύμα παντού.

Πώς φτάσαμε, θα μου πείτε, στη δαιμονοποίηση της αριστείας και στο αίσχος της νομιμοποίησης πλαστών πτυχίων; Επειδή μάλλον εκείνοι που αναρριχούνταν πολιτικά μέχρι να καταλάβουν ύπατα αξιώματα αρνούνται όχι απλώς το θετικό πρόσωπο της αστικής τάξης μα και την ύπαρξή της την ίδια. Δεν υπακούουν όμως –τρομάρα τους! –καν στο κέλευσμα του Γρηγόρη Φαράκου, γραμματέα του ΚΚΕ: «Πρώτοι στα μαθήματα, πρώτοι στον αγώνα».