Καθώς οι ηγέτες του G7 ετοιμάζονται να συναντηθούν στην Ιαπωνία, η μεγαλύτερη ανησυχία επικεντρώνεται στην κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας. Αντί όμως να μιλούν για νομισματικούς πολέμους, οι ηγέτες των ισχυρότερων οικονομιών θα έπρεπε να μιλούν για τη δημοσιονομική πολιτική, η οποία είναι πιο ισχυρό εργαλείο για την ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας από ό,τι η νομισματική πολιτική.

Οι ευρωπαϊκές χώρες κατά κανόνα βασίζουν τους προϋπολογισμούς τους σε επίσημες αλλά υπεραισιόδοξες προβλέψεις. Για τον λόγο αυτόν, πριν από το 2008 όλες οι χώρες και όχι μόνο η Ελλάδα είδαν τα ελλείμματά τους να ξεπερνούν –υποτίθεται χωρίς κανείς να το περιμένει –το 3% του ΑΕΠ. Και μετά το 2008 η υφεσιακή δημοσιονομική προσαρμογή εφαρμόστηκε όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ιρλανδία, την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ισπανία.

Μεγάλη υπέρμαχος της λιτότητας ήταν η Γερμανία. Οταν ξέσπασε η κρίση στην Ελλάδα στα τέλη του 2009, οι Γερμανοί επέμειναν στη δημοσιονομική εξυγίανση. Αρχικά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο συμφώνησε με τους πιστωτές της Ελλάδας ότι θα έχει αποτέλεσμα η λιτότητα. Ομως τον Ιανουάριο του 2013 ο τότε επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ Ολιβιέ Μπλανσάρ παρουσίασε έκθεση με το συμπέρασμα ότι τα προγράμματα λιτότητας στην περιφέρεια της ευρωζώνης μπορεί να ήταν υπερβολικά. Σήμερα η ίδια η επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ αναγνωρίζει ότι για να είναι διατηρήσιμο το χρέος της Ελλάδας χρειάζεται ελάφρυνση –και όχι απαιτήσεις για πλεονάσματα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ. Δημοσιονομικά λάθη έκανε ακόμη και η Ιαπωνία, καθώς και άλλες χώρες. Οι πολιτικοί σε κάθε γωνιά του κόσμου καλά θα κάνουν να διαβάσουν ξανά το κεφάλαιο για τη δημοσιονομική πολιτική στα βιβλία τους μακροοικονομικής πολιτικής.

Ο Τζέφρι Φράνκελ είναι καθηγητής Σχηματισμού Κεφαλαίου και Ανάπτυξης στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Εχει διατελέσει οικονομικός σύμβουλος του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον