Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει την ευχέρεια, καθώς δεν έχει καμία πολιτική πείρα ή θητεία, να αλλάζει θέσεις κατά το δοκούν. Μία από τις πιο πρόσφατες είναι η πρότασή του να αυξηθούν οι φόροι για τους πλουσίους! Πρόταση η οποία τον κατατάσσει περίπου στα αριστερά της Κλίντον όσον αφορά την οικονομική πολιτική. Τέτοιες ξαφνικές και απροσδόκητες μετακινήσεις κάνουν τον μεγιστάνα των ακινήτων δύσκολο στόχο για τη Χίλαρι.

Ο Τραμπ αγνοεί επιδεικτικά τη ρεπουμπλικανική ορθοδοξία και ανακατεύει τις κομματικές παραδόσεις. Και αυτό, λένε οι αναλυτές, δηλαδή το γεγονός ότι είναι απρόβλεπτος, κάνει και τη φετινή μάχη για τον Λευκό Οίκο τόσο συναρπαστική –και απρόβλεπτη.

Ο νεοϋορκέζος επιχειρηματίας δήλωσε πριν από λίγες ημέρες ότι θα εξετάσει το ενδεχόμενο να αυξήσει τη φορολογία για τους πλουσίους εάν έτσι μπορέσει να συνάψει νομοθετική συμφωνία με τους Δημοκρατικούς. Δηλαδή δέχεται να αλλάξει το αρχικό του φορολογικό σχέδιο για ελαφρύνσεις σε όλους τους Αμερικανούς.

Ξεφεύγοντας από τις ρεπουμπλικανικές θέσεις και μπαίνοντας στα χωράφια των Δημοκρατικών, παρατηρούν οι «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», ο Τραμπ προκαλεί ευθέως την Κλίντον. Συζητά ένα πρόγραμμα υποδομών, τον περιορισμό των συγχωνεύσεων που γίνονται με στόχο τη μείωση της φορολογίας, καθώς και την κατάργηση των φοροελαφρύνσεων για τη Γουόλ Στριτ –όλα μέτρα που θα μπορούσαν άνετα να συμπεριλαμβάνονται στο πρόγραμμα των Δημοκρατικών. Επίσης έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με την παραδοσιακή ανησυχία των Ρεπουμπλικανών για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς καθώς οι φορολογικές ελαφρύνσεις που προτείνει θα προσθέσουν πολλά τρισεκατομμύρια στο έλλειμμα.

«Είναι εντυπωσιακό το ότι, σε μια περίοδο τόσο μεγάλου χρέους της χώρας, κανείς από τους υποψηφίους δεν διαθέτει κάποιο αξιόπιστο σχέδιο προκειμένου να αντιμετωπίσει το θέμα» λέει η Μάγια ΜακΓκίνες, πρόεδρος της Επιτροπής για Υπεύθυνο Προϋπολογισμό. «Την ίδια στιγμή, τα νούμερα που παρουσιάζει ο Τραμπ θα εκτοξεύσουν το χρέος σε άνευ προηγουμένου ύψη». Ομως, το γεγονός ότι ο μεγιστάνας των ακινήτων μπορεί τη μια μέρα να λέει το ένα και την επομένη κάτι άλλο κάνει τις συγκρίσεις πολύ δύσκολες.

Οι προτάσεις του Ντόναλντ Τραμπ περιλαμβάνουν πρόσβαση στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για τους βετεράνους καθώς και προστασία των προγραμμάτων για την κοινωνική ασφάλιση και το Medicare, όμως κατάργηση άλλων νόμων για την περίθαλψη. Αυτές οι προτάσεις μαζί με τις αρχικές για φορολογικές ελαφρύνσεις θα προσθέσουν, λένε οι αναλυτές, περίπου 10-15 τρισεκατομμύρια δολάρια στο χρέος της χώρας μέσα στα επόμενα 10 χρόνια. Οι προτάσεις της Κλίντον περιλαμβάνουν οικονομική υποστήριξη των φοιτητών, μεγαλύτερη πρόσβαση των πολιτών στις υπηρεσίες υγείας και πολλές δαπάνες για υποδομές. Αυτές οι προτάσεις θα κοστίσουν 1,8 τρισ. δολάρια την επόμενη δεκαετία, που όμως θα ισοσκελιστούν από άλλες περικοπές ύψους 1,6 τρισ.

Το θέμα του εμπορίου εξελίσσεται σε κομβικής σημασίας. Ο Τραμπ έχει καταγγείλει τη Διατλαντική Συμφωνία (δηλαδή ΗΠΑ – ΕΕ) ως «τρομακτική» και θέλει να καταργήσει και τη NAFTA, τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με το Μεξικό και τον Καναδά. Εχει απειλήσει ότι θα θέσει υψηλούς δασμούς για τα κινεζικά και μεξικανικά προϊόντα. Η Κλίντον αρχικά ήταν υπέρ της εμπορικής συμφωνίας με την Ευρώπη, όμως έπειτα από το σφυροκόπημα του Τραμπ αναγκάστηκε να αλλάξει θέση και να εκφράσει κάποιες αμφιβολίες.

Εκεί που οι δύο πιθανοί διεκδικητές της προεδρίας διαφέρουν ριζικά είναι στο θέμα της μετανάστευσης, ένα ζήτημα που έχει μεγάλες επιπτώσεις στην αμερικανική εργατική δύναμη. Η Χίλαρι, βλέποντας ότι συγκεντρώνει την υποστήριξη της πλειοψηφίας από τη μεγάλη κοινότητα των ισπανόφωνων, δεσμεύθηκε να αλλάξει τη νομοθεσία ώστε να περιλαμβάνει και έναν τρόπο να αποκτήσουν πλήρη υπηκοότητα οι παράνομοι μετανάστες. Αντιθέτως, ο Τραμπ τηρεί πολύ σκληρή στάση στο θέμα της μετανάστευσης και έχει διακηρύξει μάλιστα ότι θα χτίσει έναν τοίχο στα σύνορα ΗΠΑ – Μεξικού και θα απελάσει τους 11 εκατομμύρια παράνομους μετανάστες που ζουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το Αμερικανικό Φόρουμ Δράσης, ένα συντηρητικό think tank, υπολογίζει πως μόλις απελαθούν όλοι οι παράνομοι μετανάστες που εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα –περίπου 6,8 εκατομμύρια –η βιομηχανική παραγωγή θα μειωθεί έως και 600 δισεκατομμύρια δολάρια.