Πανελλήνιες. Η καρδιά στο στόμα, η ψυχή στις πατούσες, οι σφυγμοί διακόσιοι. Το μέλλον σου. Τα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ σου. Βάσεις και βαθμολογίες. Ονειρα που κάποιοι σε πείσανε ότι είναι δικά σου –κι ας ήταν η προβολή των δικών τους ονείρων πάνω σου.

Δεν φταις εσύ. Δε φταις εσύ που το εκπαιδευτικό σύστημα αλλάζει Τρίτη – Πέμπτη – Σάββατο. Κάθε καινούργιο υπουργό, μόλις μπει στο ρετιρέ της Παιδείας, τον πιάνει μανία να αλλάξει τη διακόσμηση. Πάρτε από ‘κεί τον καναπέ, φέρτε πίσω την εταζέρα, ξεκρεμάστε τον πίνακα, αλλάξτε το πορτατίφ, τις λάμπες, τα λαμπατέρ, αλλάξτε τους τα φώτα γενικώς.

Δεν φταις εσύ που η μάνα σου κι ο πατέρας σου επενδύσανε τη μάνα τους και τον πατέρα τους πάνω σου. Που εδώ ο κόσμος καίγεται κι εκείνοι φαντασιώνονται μια μπρονζέ κορνίζα με το δίπλωμά σου πάνω από την κασέλα.

Πώς το πάθανε αυτό; Πότε το πάθανε αυτό και δεν το πήρανε χαμπάρι; Μια χαρά νεολαίοι υπήρξαν οι άνθρωποι. Με τους έρωτες τους, τις αγκαλιές τους, τα φεγγάρια τους, τις λιακάδες τους, τα φιλιά που καίνε σαν λιακάδες. Που έκαιγαν. Κάποτε.

Είδες, καρδιά μου, τι παθαίνει ο άνθρωπος μόλις πατάει τα σαράντα; Ο,τι κορόιδευε τώρα το λούζεται. Ο,τι πολέμησε το ασπάζεται. Δηλώνει αστός, φέρεται σαν μικροαστός και ψηφίζει Αριστερά. Κι έτσι, για τα προσχήματα, άλλοθι στο προχόλ της μέσης ηλικίας κάποιες μνήμες ανασύρονται ενίοτε. Κάποιες σπάνιες συναντήσεις με τους «παλιούς». Τους «συναγωνιστές:

«Τι ωραία που ήταν όλα τότε, θυμάσαι βρε; Μας κυνηγούσαν οι μπάτσοι στη Στουρνάρη, τρέχαμε στις διαδηλώσεις… Θυμάσαι βρε; Αλήθεια, το ‘χεις ακόμα εκείνο το χακί αμπέχωνο; Αλήθεια, το ‘χεις ακόμα εκείνο το κατακόκκινο όραμα; Μπράβο βρε…».

Κατάλαβες, καρδιά μου; Αυτός ήταν ο μπαμπάς σου κάποτε. Αυτή ήταν η μάνα σου. Ενα αγόρι κι ένα κορίτσι ολόφωτα, σαν αστραπές μέσα στο σκότος. Μακριά μαλλιά, βλέμμα – αγκαλιά, σώμα χωρίς κυτταρίτιδα. Αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι που τώρα, με ρόμπα και τσόκαρο, σβήνουν το ένα τσιγάρο πίσω απ’ το άλλο. Που κάθονται κολλημένοι στο λάπτοπ να δουν αν μπήκες εσύ στο Πανεπιστήμιο.

Κι άντε και μπήκες στο Πανεπιστήμιο, καρδιά μου. Θα δεις προκοπή;

Δικηγόρο έχω. Παθολόγο έχω. Καρδιολόγο έχω. Ενδοκρινολόγο, οδοντίατρο, γυναικολόγο, χειρουργό, ορθοπεδικό έχω. Τους έχω όλους αυτούς σε όλες τις συσκευασίες. Και σε καθηγητή και σε υφηγητή και σε κάτι πιο λάιτ, άμα μου ‘ρχεται βαρύ στο στομάχι όλο αυτό το κρεμασμένο χαρτομάνι στο γραφείο του, όλη αυτή η διπλωματίλα, το ξένο Πανεπιστήμιο, το ντοκτορά και η διάκριση.

Οι Πανελλήνιες είναι άχρηστες, άσκοπες και ψυχοφθόρες. Αν, κύριε Φίλη, θέλετε να κάνετε ριζική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, καταργήστε τις. Να τελειώνουμε πια μ’ αυτήν τη γελοιότητα που βυθίζει στο άγχος παιδιά, γονείς και λοιπούς συγγενείς.

Ακου με, καρδιά μου. Μπορεί να μην το ξέρεις τώρα, αλλά η ζωή πάντα βρίσκει τρόπους να σου κλείνει το μάτι. Δεν είναι η Κηφισίας ο μόνος δρόμος για να φθάσεις Σύνταγμα. Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι. Υπάρχουν κι άλλοι δρόμοι. Κι αν δεν είσαι ακόμα σίγουρος ότι καλά και σώνει θέλεις να φθάσεις Σύνταγμα, ότι αυτός είναι ο προορισμός σου δεν πειράζει. Δεν έγινε και τίποτα. Οταν δεις το μέρος που θέλεις, μόνος σου θα το καταλάβεις. Θα παρκάρεις και θα βγεις. Θα κοιτάξεις γύρω σου. Θα έχεις φθάσει. Επιτέλους, ύστερα από χρόνια στα θρανία, ύστερα από απύθμενες ηλιθιότητες, εσύ θα έχεις φθάσει. Εκεί που θέλεις. Εκεί που εσύ θέλεις, καρδιά μου. Τελικά. Αρχικά.

ΥΓ: Το κείμενο (εδώ με παραλλαγές και τροποποιήσεις) γράφτηκε πριν από χρόνια, αλλά παραμένει επίκαιρο. Δυστυχώς.