Το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος αποτελεί οξύμωρο σύμβολο. Καθώς συνιστά δείκτη, εάν όχι απελπισίας, οπωσδήποτε μείζονος κινδύνου για τους ναυτιλλομένους. Οπόταν και οι περιστασιακές αναφορές του ως «του κάβου που παρεκάμψαμε» παραπέμπουν σε πεπραγμένα ταραγμένων θαλασσών. Με όλα τα παρεπόμενα ως εν δυνάμει μοιραία ενδεχόμενα. Ειδικότερα τώρα.

Οπου: Η μεν αισιοδοξία (όσων την αναδεικνύουν ως εφεύρημα πολιτικής δικαιώσεως) δεν πρέπει ασφαλώς να χαθεί. Αλλά και δεν πρέπει αφελώς να παρανοηθεί, αποβαίνοντας εφαλτήριο αυταπάτης. Η δε απαισιόδοξη οπτική (εκείνων που επενδύουν στην αδιέξοδη προοπτική) δεν πρέπει να υποτραπεί σε οιονεί μηδενισμό. Με όλα τα συναπορρέοντα. Συγκεκριμενοποιώντας:

1. Αυτοί που νομίζουν (ή ελπίζουν) ότι ξεμπέρδεψαν και ότι πλέουν ήδη πλησίστιοι σε ήσυχα νερά, εάν μεν το πιστεύουν είναι βαθιά νυχτωμένοι! Και αν απλώς ελπίζουν ότι «θα τη βγάλουν» αβρόχοις ποσί, μάλλον αυταπατώνται. Γιατί το πρόβλημα δεν λύεται ούτε με ρητορικές υπερβάσεις ούτε με απλουστευτικούς και βραχυπρόθεσμους υπολογισμούς.

2. Οι άλλοι πάλι στην αντίπερα (παραταξιακώς) όχθη, που νομίζουν ότι, αφού οι απέναντι «την έχουν πατήσει» (όπως ακριβώς οι ίδιοι πριν), ανοίγει ο δρόμος για τους ύπατους στόχους των, το λιγότερο νεφελοβατούν. Γιατί ό,τι και να συμβεί, και οι μεν και οι δε είναι αφενός υποθηκευμένοι στα έωλα χρεοκοπικά βάρη. Και αφετέρου υποχείριοι των κοινών (και ανηκέστων) παθογενειών.

Η αλήθεια λοιπόν χωρίς ψιμυθιώσεις. Οπως την ίδια στιγμή αντανακλά τις εν πολλοίς ανίατες αδυναμίες του συστήματος. Που δεν ενοχοποιείται απλώς για την κατολίσθηση, αλλά και που στα μάτια του μέσου πολίτη αδυνατεί ν’ ανταποκριθεί στα κρίσιμα αιτήματα των καιρών. Και κυρίως να ενεργοποιήσει επαρκείς πολιτικές με δυναμικές υπερβάσεων. Οι οποίες αποτελούν σήμερα τον μείζονα εν πολλοίς εθνικό στόχο. Γιατί: εάν δεν αποτιμηθεί συνειδητά ως τέτοιος και αν προπαντός δεν τελεσφορήσει, τότε η κατάρρευση να θεωρηθεί από τούδε δεδομένη! Κι αυτό είναι «εν ψυχρώ υπολογισμός».

Δεν χρειάζεται ειδική αναλυτική δεινότητα για να επισημανθεί η επακριβής παραταξιακή εναλλαγή ρόλων. Εξουσίας των μεν. Αντιπολιτεύσεως των δε. Και τούμπαλιν! Και το ίδιο επακριβής επιστράτευση ομοιογενών επιχειρημάτων. Των μεν από θώκων εξουσίας. Των δε από αντιπολιτευτικά έδρανα. Μετά πάθους αλληλοαποδομήσεως. Ενώ λόγω αδυσωπήτου υποθηκεύσεως, κουμάντο κάμνουν οι τρίτοι! Γιατί –και όχι για πρώτη φορά –επαληθεύεται η ρήση του Μενάνδρου, ότι «τα δάνεια δούλους τους ελευθέρους ποιεί». Εκείνος που δανείζει θέτει τους όρους του. Κι αυτός που δανείζεται υπόκειται σ’ αυτούς, στον βαθμό που δεν μπορεί ν’ ανταποκριθεί στο βάρος που εξ ανάγκης (ή και ανικάνου διαχειρίσεως) επωμίζεται. Οταν μάλιστα το βάρος αυτό υπερβεί τα θεμιτά όρια, τότε όχι μόνο «δούλους τους ελευθέρους ποιεί», αλλά και τους αποδομεί. Με όρους εκποιητικών προγραμμάτων και δυναμικές πολιτειακής απαξιώσεως.

Εάν ακριβώς αυτές οι συνέπειες δεν αποτελέσουν δείκτες βαθέος προβληματισμού και συνειδητών επανεκτιμήσεων, ούτε οι μεν ούτε και οι δε «θα βρουν άκρη». Και ούτε ποτέ ο τόπος θα βρει διεξόδους από τις βάναυσες στενωπούς. Τελικά δεν υπάρχει κανένας κάβος να παρακαμφθεί. Αυτό που υπάρχει και συνιστά εθνική πρόκληση είναι να βγουν από τα κομματικά και παραταξιακά χαρακώματα. Το ταχύτερο, το καλύτερο…