Πριν από λίγες μέρες ένας καλός φίλος μού έκανε την παρατήρηση ότι στα κείμενά μου τα βάζω σχεδόν αποκλειστικά με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ενώ σπάνια στρέφω τα βέλη της κριτικής μου εναντίον των ξένων εταίρων και δανειστών μας για τον δογματισμό, την αλαζονεία και την υποκρισία τους. Η παρατήρηση ήταν ορθή ως διαπίστωση, μολονότι θα ήταν ορθότερη αν στη θέση της συγκεκριμένης κυβέρνησης έβαζε την ελληνική πολιτική τάξη και ό,τι αυτή εκφράζει. Επίσης η παρατήρηση ήταν εύλογη ως απορία, γιατί ο φίλος μου ήξερε ότι με βρίσκουν αντίθετο τα οικονομικά δόγματα, συχνά και η συμπεριφορά των ισχυρών εταίρων μας.

Μια πρόχειρη απάντηση (αυτή που του έδωσα, στο χαλαρό κλίμα μιας ευχάριστης κοινωνικής συναναστροφής) ήταν ότι οι ξένοι δανειστές δεν με διαβάζουν, επομένως όσα και αν τους έσουρνα θα πήγαιναν στον βρόντο. Μια κάπως πιο ανεπτυγμένη εκδοχή αυτής της εξήγησης θα ήταν ότι πρέπει να κρίνουμε πρώτα τα του οίκου μας, να κάνουμε την μπουγάδα μας πριν κατηγορήσουμε άλλους για τα άπλυτά τους. Ακούγεται λιγάκι ηθικολογικό, αλλά δεν νομίζω ότι μπορεί να αμφισβητηθεί σοβαρά ως αρχή.

Μια στιγμή όμως. Είναι άραγε ζήτημα ηθικής και μόνο; Τι γίνεται όταν η ακαμψία και τα λάθη των έξω χρησιμεύουν στους εδώ ως συγχωροχάρτι για τη δική τους αβελτηρία, τη δική τους ανικανότητα, τον δικό τους κυνισμό; Οταν καταγγέλλεται η ξένη εξουσία για να εδραιωθεί η εγχώρια, τόσο ως ιμάντας μεταβίβασης εκείνης όσο και ως αυτοεξυπηρετούμενος μηχανισμός; Οταν τα «ηθικά πλεονεκτήματα» λειτουργούν ως άλλοθι μιας διαβρωτικής κομματικής ιδιοτέλειας και μιας χυδαίας ευνοιοκρατίας, που διαλαλεί την περιφρόνησή της για τους άξιους και τους αχρηστεύει; Πού πρέπει τότε να ρίξει το βάρος ένας σχολιαστής που δεν βρίσκεται στη θέση του αμέτοχου παρατηρητή, δεν μένει ανεπηρέαστη η ζωή του από αυτά που σχολιάζει, γι’ αυτό οφείλει να παλέψει με όση επιρροή μπορεί να έχει στο κοινό του για να μη συνεχιστεί μια καταστροφική πορεία δεκαετιών με διαφορετικά κομματικά πρόσημα;

Στην πραγματικότητα το παράπονο για μονομερή κριτική θα έπρεπε να απευθύνεται στην άλλη πλευρά, αυτή που στηρίζει τη σημερινή κυβέρνηση. Η αριστερή διανόηση υπήρξε στην Ελλάδα, όπως και αλλού, παραδοσιακά ο κατεξοχήν φορέας κριτικής της εξουσίας. Το ότι η πρώτη φορά της Αριστεράς στο πηδάλιο της διακυβέρνησης της χώρας θα ανέστελλε τα κριτικά ανακλαστικά των πνευματικών εκπροσώπων της, τουλάχιστον για κάποιο διάστημα, ήταν αναμενόμενο και κατανοητό. Αλλά το ότι θα τα νέκρωνε δεν ήταν. Για μένα, ένα από τα εντυπωσιακότερα φαινόμενα της φάσης που διέρχεται η ελληνική περιπέτεια είναι ο αυτοαφοπλισμός της αριστερής κριτικής, η παράλυση των αριστερών διανοητών μπροστά σε μια κατ’ όνομα αριστερή εξουσία. Και θα περίμενα μια πιο σοβαρή δικαιολογία γι’ αυτό από το επιχείρημα ότι η παρούσα κυβέρνηση δεν έχει την πραγματική εξουσία. Είναι κάτι γνωστό από πολύ παλιά στην Ιστορία: να αποδίδει μια εξουσία τις αυθαιρεσίες, τον αυταρχισμό, τη διαφθορά και τις αποτυχίες της σε πανίσχυρους πλην απροσδιόριστους ή κατασκευασμένους εχθρούς, που εμποδίζουν τάχα την υλοποίηση των αγαθών προθέσεών της, και να αυτοαθωώνεται έτσι για όλες τις αμαρτίες της, τωρινές και μελλοντικές.

Εχοντας ο ίδιος αριστερές ιδεολογικές καταβολές και διατηρώντας, όπως θέλω να πιστεύω, αρκετές από τις παλιές αριστερές ευαισθησίες μου πονώ για τη σημερινή κατάσταση της Ελλάδας περισσότερο ίσως από επικριτές της κυβέρνησης με ακραιφνώς αστικοφιλελεύθερες ιδέες. Ο ορίζοντας της πολιτικής σκέψης εκείνων είναι μια «κανονική» ευρωπαϊκή δημοκρατία. Για μένα, όμως, αυτή είναι η βάση και η απαραίτητη προϋπόθεση για το πιο πέρα, για μια δημοκρατία με περιεχόμενο ουσιαστικότερο από αυτό που της επιτρέπει να έχει ο ύστερος ιδίως καπιταλισμός. Το ότι η προϋπόθεση αυτή παραμένει ανεκπλήρωτη έπειτα από σαράντα τόσα χρόνια, το ότι ο προβληματισμός μας μένει καθηλωμένος στην εκπλήρωσή της είναι η μεγαλύτερη αποτυχία της Μεταπολίτευσης και των ελίτ που την εξέφρασαν.