Στο θέμα του χρέους, όπως λένε στο Βερολίνο, οι Γερμανοί ψάχνουν «έναν οδικό χάρτη για τον οδικό χάρτη». Αντιθέτως, το ελληνικό πολιτικό τοπίο αρχίζει να απαλλάσσεται από την αχλή –καθώς ξεκαθάρισαν οι προθέσεις της κυβέρνησης –και να αποκτά ορατότητα. Ψηφίζοντας μέτρα 3,6 δισ., η συμπολίτευση επέλεξε τον δρόμο της εφαρμογής του προγράμματος. Πολιτικά, τα υπολειπόμενα 1,8 δισ. των έμμεσων φόρων είναι πιο εύκολα για τους βουλευτές των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Μένουμε ευρώ και οι κυβερνώντες, με έναν αστερίσκο, δεν απειλούνται μέχρι τον Μάιο του 2017, όταν ενεργοποιείται για πρώτη φορά ο περίφημος δημοσιονομικός κόφτης. Αν τα στοιχεία του 2016, που θα πιστοποιηθούν τότε, είναι εντός στόχων, τότε έχει καλώς. Αν υπάρχει απόκλιση, τα μέτρα θα είναι αυτόματα και μάλιστα με προεδρικό διάταγμα. Δηλαδή θα αποφευχθεί η τραμπάλα μεταξύ διαπραγμάτευσης με τους δανειστές και ψήφισης στη Βουλή. Ο μηχανισμός αυτός, που στην πραγματικότητα διευκολύνει και τους μέσα και τους έξω, δημιουργεί προϋποθέσεις για περαιτέρω μακροημέρευση της συμπολίτευσης. Με αστερίσκο τη βεβαιότητα ότι οι υπουργοί και παράγοντες του ΣΥΡΙΖΑ θα πλακωθούν για τις ιδιωτικοποιήσεις. Αν όμως δεν φουντάρισαν με τα μέτρα, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι δεν θα βρεθεί ένα modus vivendi για τις αποκρατικοποιήσεις. Αν μη τι άλλο, θα το αποτυπώσει η συγκρότηση του νέου Ταμείου που θα απορροφήσει το ΤΑΙΠΕΔ, τις συμμετοχές του Δημοσίου σε οργανισμούς και επιχειρήσεις και όλα τα συναφή.

Ο δρόμος λοιπόν της ελληνικής πολιτικής φθάνει ώς το 2018. Εχει στροφές, αλλά δεν φαίνεται να έχει ανηφόρες. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει –παρά τις προσδοκίες της κυβέρνησης –ότι τα πράγματα θα πάνε καλά. Μπορεί, όπως αναγνωρίζουν και ξένες θεσμικές πηγές που βρέθηκαν την προηγούμενη εβδομάδα στην Αθήνα, η επιστροφή στην ανάπτυξη το 2017 να είναι τεχνικώς αναπόφευκτη έπειτα από τέτοια συμπίεση στην οικονομία –ωστόσο, η περαιτέρω φτωχοποίηση είναι δεδομένη. Και η φορολόγηση σαρωτική, συνδυασμένη με απώλειες εισοδήματος. Το γρήγορο συμπέρασμα είναι ότι οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ θα κρατηθούν, αφού/εφόσον συνεχίσουν να ελέγχουν τη Βουλή και δεν έχουν άλλα μέτρα να ψηφίσουν, αλλά ότι η διακυβέρνησή τους θα είναι αντιλαϊκή. Και ότι θα συνεχιστεί η τάση που θα τους θέλει να υστερούν δημοσκοπικά. Μια κυβέρνηση που χάνει –και μάλιστα καθαρά και ήδη από την αρχή –είναι μια υπόθεση πολιτικά καταδικασμένη. Αυτό σημαίνει ότι τα ποικίλα κέντρα του νέου συστήματος εξουσίας θα αναλάβουν δράση ώστε να δημιουργήσουν πολιτικά προβλήματα στην αντιπολίτευση. Αυτό διαγράφεται ήδη. Ο ανασχηματισμός τσιμπολογάει από το ΠΑΣΟΚ και την Κεντροαριστερά. Ενώ η δικαστική ατζέντα που έχει υιοθετήσει η κυβέρνηση ασκεί πίεση στη σχέση της νυν ηγεσίας της ΝΔ με στελέχη της σαμαρικής περιόδου. Παρ’ όλα αυτά, η αντιπολίτευση έχει άνεση χρόνου και μεγάλο περιθώριο να ανασυγκροτηθεί. Ακόμη περισσότερο: η βαθιά αριστερή λιτότητα θα ενταφιάσει τον λαϊκισμό που έθρεψε την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ.
Οπως πάντα στην πολιτική, είναι την ώρα της απόλυτης επικράτησης των μεν που επισφραγίζεται η μελλοντική εναλλαγή εξουσίας με παράδοση σκυτάλης στους δε. Ηδη από το καλοκαίρι του 2000, φάση επικυριαρχίας Σημίτη, η κρίση των ταυτοτήτων προδιαγράφει την έλευση της Δεξιάς του Κυρίου –έστω κι αν πέρασε πολύς καιρός. Αντίστοιχα, το ραντεβού την άλλη εβδομάδα στο Παρίσι του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Εμανουέλ –ούτε Αριστερά, ούτε Δεξιά –Μακρόν προδιαγράφει την Ευρώπη που έρχεται: μια Ευρώπη προοδευτικών μεταρρυθμιστών.