Μια κουβέντα, ανάμεσα σε άλλες, της Ειρήνης Παπά σε μια συνέντευξή της πριν από αρκετές δεκαετίες ήταν: «Πόσα καλοκαίρια μού μένουν να ζήσω ακόμη; Είκοσι; Πάντα λογάριαζα το καλοκαίρι ως την πιο γεμάτη και την πιο κερδισμένη εποχή». Είναι αλήθεια πως για όλους μας –τους Ελληνες ιδιαίτερα –το καλοκαίρι σαν να σου επιτρέπει να ζεις με έναν τρόπο που όλος ο υπόλοιπος χρόνος τον κάνει απρόσιτο, ανεδαφικό. Σχέδια που δεν πρόκειται ποτέ να υλοποιηθούν, αποδράσεις που θα μείνουν για πάντα απραγματοποίητες, σχέσεις που δεν θα αγγίξουν ούτε κατά διάνοια τις βαθύτερες ανάγκες σου προσφέρονται μέσα στο καλοκαίρι ως υλικό για ονειροπόληση, χωρίς να μπορεί να σε κατηγορήσει κανείς για άνθρωπο που δεν πατάει στέρεα στη γη.

Σαν να έχει συνωμοτήσει το καλοκαίρι θαυματουργά με εκείνο το κομμάτι του εαυτού μας, το άλλοτε μικρό κι άλλοτε μεγάλο, υπαρκτό όμως σε όλους μας –που μας μεταβάλλει σε ποιητές της ζωής. Ακριβώς σαν να πρόκειται να ζήσουμε το ανέφικτο, αν και δεν έχουμε ώς τα σήμερα καμιά χειροπιαστή απόδειξη της παρουσίας του. Τι άλλο σημαίνει το ανοιχτό σακβουαγιάζ ή η ανοιχτή βαλίτσα στη μέση ενός δωματίου έναν μήνα πριν, ενώ πρόκειται να ταξιδέψουμε τον Ιούνιο ή τον Αύγουστο, μην τυχόν και ξεχάσουμε κάτι που θα μας χρειαστεί την περίοδο των διακοπών;

Σάμπως η ύπαρξη της άδειας ακόμη ταξιδιωτικής αποσκευής ανάμεσα στα πόδια μας να ξορκίζει καθετί που θα μπορούσε να δώσει στο καλοκαίρι άλλη μορφή σε σχέση με εκείνη που έναν ολόκληρο χρόνο προετοιμαζόταν μεθοδικά μέσα μας. Δεν έχει σημασία τελικά αν κανένα καλοκαίρι δεν «επιβεβαίωσε» για όλους μας τον εαυτό του. Θα ισχυριζόσουν αντίθετα πως η διάψευση, σε σχέση με όσα σχεδιάζονταν, μοιάζει να ανανεώνει την ορμή για ακόμη περισσότερες προσδοκίες όσον αφορά το επόμενο καλοκαίρι.

Ούτε η παγκόσμια λογοτεχνία έχει εξαιρέσει το καλοκαίρι από τις πιο ζωογόνες εμπνεύσεις της. Είτε πρόκειται –ενδεικτικά –για το αριστουργηματικό «Καλοκαίρι του ’42» του Χέρμαν Ρότσερ, είτε για το εξαίσιο θεατρικό έργο του Ρομέν Βενγκαρντέν «Καλοκαίρι», που το είχε ανεβάσει μαγικά στο Θέατρο Τέχνης ο Κάρολος Κουν προς τα τέλη της δεκαετίας του ’60, με τους σχεδόν παιδιά τότε Μίνα Αδαμάκη, Αντώνη Αντύπα, Ηλία Λογοθέτη και Γιάννη Μόρτζο. Για να μη μιλήσουμε για τα εκατοντάδες ποιήματα που έχουν γραφτεί για το καλοκαίρι μόνο στην Ελλάδα, αναφέροντας –και πάλι ενδεικτικά –τον Γιάννη Ρίτσο, τον Αρη Δικταίο, τον Φαίδρο Μπαρλά, τον Κώστα Ε. Τσιρόπουλο.

Πώς έγινε, Θεέ μου, κι αυτό το πολυαναμενόμενο για όλους τους ανθρώπους –και ιδιαίτερα για εμάς τους Ελληνες –καλοκαίρι να φαντάζει στα μάτια μας σαν επελαύνων τρόμος, χωρίς επιπλέον να υπάρχει κανείς που να μπορεί να τον σταματήσει;