Τα πολύ μικρά διηγήματα, που προσφέρουν ένα στιγμιότυπο, μια φωτογραφία της καθημερινότητας, σπάνια είναι επιτυχημένα και σπάνια προσφέρουν σημαντική αναγνωστική απόλαυση –συνήθως κινούνται στα όρια της απλής παραδοξολογίας ή στον θολό ενδιάμεσο χώρο μεταξύ πεζογραφίας και ποίησης. Από την άλλη, η περιγραφή αυστηρά προσωπικών βιωμάτων σπάνια μπορεί να ξεφύγει από τα όρια της αυτοβιογραφίας και να χαρακτηριστεί μυθοπλασία. Ο συγγραφέας και σεναριογράφος Νίκος Παναγιωτόπουλος στο έκτο βιβλίο του πήρε το ρίσκο να συνδυάσει και τα δύο αυτά επικίνδυνα μονοπάτια με σκοπό να φτιάξει διηγήματα. Και κέρδισε το στοίχημα, γεγονός που από μόνο του είναι στα όρια του κατορθώματος. Τα εξήντα επτά κείμενα του βιβλίου του «Γραφικός χαρακτήρας» είναι τα περισσότερα μικρά διαμαντάκια τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς το ύφος. Κείμενα από μισή σελίδα μέχρι τρεις σελίδες, παρουσιάζουν το καθένα ένα γεγονός από την προσωπική ιστορία του συγγραφέα. Τα παιδικά του χρόνια, η σχέση του με τον μικρό του αδελφό, με τη μάνα και τον πατέρα –ο οποίος πέθανε σχετικά νέος αφήνοντας εμφανές τραύμα στον γιο –οι συγγενείς, οι διακοπές, η πρώτη καλοκαιρινή δουλειά, ο στρατός κ.λπ. Γιατί μια τέτοια αφήγηση όμως να έχει ενδιαφέρον; Οι λόγοι είναι τουλάχιστον τρεις.

Ο πρώτος, ότι μέσα από τα απολαυστικά αυτά στιγμιότυπα περνάει η ζωή μιας ολόκληρης εποχής με τους τυπικούς ανθρώπινους χαρακτήρες και τα ήθη της. Ο Παναγιωτόπουλος γεννήθηκε το 1963 και τα γεγονότα που περιγράφει, τα περισσότερα στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και όλη τη δεκαετία του ’70 αλλά και του ’80, είναι αντιπροσωπευτικότατα της τελευταίας μάλλον εποχής και γενιάς που μεγάλωσε χωρίς κομπιούτερ, κινητά και ιδιωτική τηλεόραση.

Ο δεύτερος είναι τα ίδια τα γεγονότα που περιγράφονται, με τη σκωπτική ματιά του ώριμου πια παρατηρητή της μνήμης, που τα επιλέγει με βάση κυρίως το κωμικοτραγικό τους στοιχείο: ο μικρός αδελφός που καρφώνει ένα πιρούνι στο μάγουλο του μεγάλου, το πρωινό γάλα που έπρεπε να πίνει το παιδί επί ποινή ξυλοδαρμού, το μοναδικό –σταθερό, εννοείται –τηλέφωνο στη γειτονιά που το διέθεταν αυτοί γιατί ο πατέρας ήταν διανομέας στον ΟΤΕ, ενώ οι άλλοι έπρεπε να περιμένουν μέχρι και οκτώ χρόνια, ο κουρέας θείος που τους έκοβε με άθλιο τρόπο τα μαλλιά και ντρέπονταν στο σχολείο, το σαράβαλο –Οpel Olympia –του θείου Μίμη με το οποίο πήγαιναν για μπάνιο και το οποίο πουλήθηκε στον αβγουλά και τελικά κόπηκε στη μέση σε μια λακκούβα, το αυτοκίνητο που, επιτέλους, πήρε στα 55 του ο πατέρας –ένα Ford Escort –με το οποίο εκπλήρωσε το όνειρό του για ένα οικογενειακό ταξίδι στην Ευρώπη με αυτοκίνητο (ταξίδι αρκετά επικίνδυνο), τα απαραίτητα «εξωσχολικά βιβλία» που οδήγησαν τον πατέρα να αγοράζει για τα παιδιά του βιβλία από πλασιέ –ίσως χάρη στον Ιούλιο Βερν, τον Νέμο και τον Ναυτίλο να έγινε συγγραφέας μάς λέει -, η μασέλα του πατέρα, ο πρώτος ποδοσφαιρικός αγώνας (το «ντέρμπι» Χαλάνδρι – Παιανία σε ξερό), η πρώτη ταινία που του άρεσε (και που ήταν του… άλλου Νίκου Παναγιωτόπουλου), αλλά και οι χωρικοί στη Μηλίνα Πηλίου (αυτό του το διηγήθηκαν) που κάποτε έγδαραν ζωντανό έναν λύκο που είχε κατασπαράξει τα πρόβατά τους και τον έβγαλαν φωτογραφία γδαρμένο.

Ο τρίτος όμως λόγος ίσως να είναι και ο βασικότερος: ο Νίκος Παναγιωτόπουλος έβαλε στοίχημα με τον εαυτό του –το λέει στον επίλογο –να είναι τόσο μικρές οι ιστορίες ώστε να διαβάζονται ανάμεσα σε δύο στάσεις του μετρό. Η τρομακτική αυτή συμπύκνωση, σε συνδυασμό με το χιούμορ είναι που ανάγει το τετριμμένο –αν μπορούν να θεωρηθούν τετριμμένες τέτοιες ιστορίες –όχι απλώς σε αξιοδιάβαστο αλλά σε έργο τέχνης. Με πολύ καλό γράψιμο και εξαιρετική οπτική γωνία, καταφέρνει να μας κάνει να ξεχάσουμε ότι στην πλειοψηφία τους, σε έναν βαθμό τουλάχιστον, οι ιστορίες αυτές είναι βιωμένες. Γιατί είτε είναι είτε δεν είναι, αυτό δεν έχει καμία σημασία πια.

Βηματοδότης

Είχαμε σταθεί δύο τρία μέτρα μακριά απ’ το σκάμμα. Η μάνα δεν άντεχε να κοιτάει –κρατιόταν πάνω μου κι είχε το βλέμμα της κάτω. Εγώ πάλι κρατιόμουν από ένα τσιγάρο και κοιτούσα τάχα τον καπνό του ν’ ανεβαίνει. Ο εργάτης, σκυμμένος φιλότιμα, ξεχώριζε τα κόκαλα με τη μύτη του κασμά, τα καθάριζε πρόχειρα με τα κίτρινα γάντια του και τα πετούσε στο άσπρο σεντόνι.

Κάποια στιγμή ανασηκώθηκε κοιτώντας με χαμόγελο κάτι που κρατούσε στην παλάμη του. Στράφηκε και τό ‘δειξε.

Δουλεύει ακόμα αυτό! είπε και το απόθεσε σε μια γωνιά, σχεδόν με σεβασμό.

Η μάνα δεν κατάλαβε –τι είπε; με ρώτησε.

Την έσφιξα πάνω μου χωρίς ν’ απαντήσω.

Χρυσό τον είχε πληρώσει τον βηματοδότη το ταμείο, αλλά, προφανώς, τα άξιζε τα λεφτά του.

(διήγημα από το βιβλίο)

Νίκος Παναγιωτόπουλος

Γραφικός χαρακτήρας

Εκδ. Μεταίχμιο, 2016, Σελ. 184

Τιμή: 11 ευρώ