Αν ρωτήσει κανείς σήμερα τον καθηγητή Χάρη Παμπούκη τι ξεχωρίζει από τη θητεία του στην πολιτική, θα ακούσει ότι πιο σημαντικά είναι όσα δεν έγιναν. Οσα σχεδίασε ή εισηγήθηκε, αλλά δεν ευτύχησαν ποτέ να εφαρμοστούν. Είναι μια απάντηση απροσδόκητη για έναν πολιτικό. Αλλά ο Παμπούκης δεν είναι πολιτικός. Ούτε θέλησε να γίνει πολιτικός, όσο ασκούσε πολιτική, σε δύο μάλλον σύντομες περιόδους. Πρώτα ως γενικός γραμματέας του υπουργείου Εξωτερικών από το 1999 έως το 2001 και έπειτα ως υπουργός των κυβερνήσεων του Γιώργου Παπανδρέου από τον Οκτώβριο του 2009 μέχρι και την παραίτησή του το 2011.
Το δεύτερο διάστημα είναι και το πιο βαρύ ιστορικά στη μεταπολιτευτική περιπέτεια της χώρας. Ως ένας από τους πιο έμπιστους συνεργάτες του Παπανδρέου, ο Παμπούκης έζησε την ανώμαλη προσγείωση από το πιλοτήριο. Γι’ αυτό και το ημερολόγιο των άκαρπων πρωτοβουλιών του διαβάζεται σήμερα ως εναλλακτική ιστορία της πρώτης μνημονιακής περιόδου.
Ας πούμε, τι θα είχε γίνει αν είχε δουλέψει το fast track για τις μεγάλες επενδύσεις στρατηγικού χαρακτήρα που είχε καταρτίσει ο Παμπούκης; Ή πώς θα είχε εξελιχθεί η πολιτική ζωή αν είχε γίνει δεκτή η εισήγησή του –και άλλων, όπως ο Βαγγέλης Βενιζέλος –να εισαχθεί το Μνημόνιο προς ψήφιση με την ειδική πλειοψηφία των 180 –που θα υποχρέωνε τη Νέα Δημοκρατία να μπει από την αρχή στις ράγες του ρεαλισμού; Ή αυτό που φαίνεται να απασχολεί περισσότερο τον καθηγητή σήμερα: Πόσο θα είχε επηρεαστεί η μοίρα της χώρας αν είχε γίνει δεκτή η εισήγησή του για την υιοθέτηση ενός Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης, ενός εσωτερικού «Μνημονίου» που θα υπερέβαινε το Μνημόνιο και θα συνομολογούνταν από τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις, ώστε να χτυπηθούν οι ρίζες της κρίσης και να απελευθερωθούν οι αναπτυξιακές δυνάμεις;
Με αυτή την αγωνία για ένα εθνικό σχέδιο, ο γαλλοτραφής Παμπούκης είχε τότε, στο τέλος του 2010, ζητήσει τη συνδρομή του Ζακ Αταλί, του διάσημου γάλλου διανοουμένου και συγγραφέα που είχε θητεύσει ως σύμβουλος του Φρανσουά Μιτεράν. Τρία χρόνια νωρίτερα ο Αταλί είχε αναλάβει από τον πρόεδρο Σαρκοζί μια ανάλογη αποστολή για τη Γαλλία. Είχε ηγηθεί της Επιτροπής για την Απελευθέρωση της Γαλλικής Ανάπτυξης, μιας επιτροπής σοφών που συνέταξε έναν οδικό χάρτη για την άρση των αγκυλώσεων που κρατούσαν καθηλωμένη τη γαλλική οικονομία.
Ο Αταλί οργάνωσε την ελληνική του πρόταση σε δέκα πυλώνες –δέκα «εργοτάξια» όπως τα ονόμασε, εισηγούμενους πολιτικές αναγέννησης σε όλους τους τομείς, από τη διακυβέρνηση και τους θεσμούς μέχρι την Παιδεία και τη Δικαιοσύνη. Αυτό το φιλόδοξο masterplan είχε τον εξίσου φιλόδοξο τίτλο «Ελλάδα 2021», για να παραπέμπει στον στόχο μιας νέας εθνικής παλιγγενεσίας. Ο Παμπούκης έφερε το σχέδιο στην ελληνική κυβέρνηση, αλλά η πρότασή του φαίνεται ότι χάθηκε κάπου μέσα στον κατακλυσμό από εμπνεύσεις εγχώριων και ξένων συμβούλων που είχε προσελκύσει ο Παπανδρέου –ο οποίος ούτε απέρριπτε ούτε όμως καταστάλαξε ποτέ σε καμία από αυτές τις μεγαλόπνοες στρατηγικές.
Εξι χρόνια και τρία Μνημόνια μετά, ο Παμπούκης επιστρέφει στην ιδέα για ένα εθνικό σχέδιο. Για την ακρίβεια δεν την εγκατέλειψε ποτέ. Την πίστευε ήδη από τότε που άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι το Μνημόνιο, υπό τις πολιτικές συνθήκες που επιχειρούνταν να εφαρμοστεί, δεν είχε πολλές πιθανότητες επιτυχίας. Και της έμεινε πιστός όταν, από θέση παρατηρητή, έβλεπε τη μία μετά την άλλη τις πολιτικές ηγεσίες να πέφτουν θύματα αυτού που ο ίδιος ονομάζει «πολιτικό Μινώταυρο» της κρίσης.
«Ο Χάρης ήταν από τους πρώτους που εξέφρασε ανησυχία ότι το πράγμα αυτό δεν βγαίνει» θυμάται επιτελικός παράγοντας της κυβέρνησης Παπανδρέου. «Γι’ αυτό και ήταν από τους πρώτους που έφυγαν» λέει.
Η έξοδος από την ενεργό πολιτική πάντως δεν ισοδυναμεί για τον Παμπούκη με αναχωρητισμό ή ιδιωτεία. Κάθε άλλο. Ο καθηγητής Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών διεκδικεί και σήμερα τον ρόλο του παρεμβατικού διανοούμενου. Εξού και το εγχείρημά του να επαναδιατυπώσει επικαιροποιημένο και εμπλουτισμένο το σχέδιο «Ελλάδα 2021», συνοδεύοντάς το με τη δική του διάγνωση για τα αίτια της κρίσης.
Πρόκειται μόνο για την ανησυχία ενός ενεργού πολίτη που κομίζει στον δημόσιο διάλογο την ακαδημαϊκή του γνώση και την πείρα των γόνιμων αποτυχιών του στην πολιτική; Ή μήπως, ταυτόχρονα, αποτελεί και μια ιδεολογική προπαρασκευή για την επιστροφή του στην κεντρική πολιτική σκηνή;
Σε αυτά τα σενάρια ο Παμπούκης αντιδρά με καγχασμό. Ο ίδιος πιστεύει στο μοντέλο της αμερικανικής δημόσιας ζωής, όπου καταξιωμένοι επαγγελματίες από όλους τους κλάδους μπορεί να προσφέρουν από δημόσια θέση για κάποιο διάστημα και μετά να επιστρέψουν στη δουλειά τους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παροπλίζονται ως πολιτικά όντα. Κάπως έτσι αντιλαμβάνεται και τον εαυτό του –αφοσιωμένο στη δικηγορία και στο Πανεπιστήμιο, αλλά όχι αποκομμένο από τη δημόσια σφαίρα.
Παρά τις σπειροειδείς υποτροπές της ύφεσης και του τοξικού πολιτικού κλίματος, ο Παμπούκης επιμένει ότι «υπάρχει ελπίς». Οτι θα μπορούσε, ακόμη και τώρα, να προκύψει μια ηγεσία αρκετά ώριμη ώστε να συναινέσει σε ένα σχέδιο και να οδηγήσει την κοινωνία στις γραμμές του.
Η θεώρηση ακούγεται υπεραισιόδοξη. Πηγάζει όμως από απελπισμένη αισιοδοξία. Από την ανάγκη του εμπνευστή της να υπερβεί αυτό που ονομάζει «κουλτούρα του “αντι-“» και να προτείνει κάτι θετικό. Κι ας έχει επίγνωση ότι οι στιγμές της εθνικής συναίνεσης στην ελληνική ιστορία είναι βραχείες. Πιο φευγαλέες κι απ’ τον καπνό που αναδίδουν τα αγαπημένα του πούρα.