Λίγους μήνες μετά τη μεταπολίτευση, με την χώρα συντρίμμια και ηττημένη στην Κύπρο, μια ομάδα αρχιτεκτόνων, μεταξύ των οποίων και ο καθηγητής Αρχιτεκτονικής Μίμης Φατούρος, επισκέφθηκαν τον πρώτο δημοκρατικό υπουργό Πολιτισμού (ΥΠΠΟ) Κωνσταντίνο Τσάτσο.

Σκοπός της επίσκεψης, μεταξύ άλλων, να του ζητήσουν να κάνει κάτι διότι οι Κυκλάδες καταστρέφονταν, οικοδομούνταν όπως η Αθήνα.

Λίγο αργότερα καθιερώθηκε για λίγα νησιά η υποχρεωτική έγκριση των αρχιτεκτονικών σχεδίων από το υπουργείο Πολιτισμού πριν από την έκδοση των οικοδομικών αδειών.

Στο ΥΠΠΟ τότε δεν είχαν συσταθεί ακόμη οι Εφορείες Νεωτέρων, διέθετε ελάχιστους αρχιτέκτονες και οι εγκρίσεις εκδίδονταν στην Αθήνα. Ετσι άρχισαν οι γενικές απεργίες στις Κυκλάδες και ο τότε υπουργός Κωνσταντίνος Τρυπάνης προσέλαβε με συμβάσεις αρχιτέκτονες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο γραφείο του νομάρχη στην Ερμούπολη για να εξετάσουν τους φακέλους που είχαν μεταφερθεί από το πολεοδομικό γραφείο.

Η εντολή ήταν τα «αρχιτεκτονικά σχέδια», που υπέγραφαν πτυχιούχοι υπομηχανικοί, τοπογράφοι κ.τ.λ. να διορθώνονται με κόκκινο μαρκαδόρο. Επιασαν λοιπόν δουλειά και άρχισαν να σβήνουν περιμετρικές μαρκίζες, περιμετρικά μπαλκόνια, τοξωτές καμάρες πάχους δέκα εκατοστών, χολιγουντιανές οφιοειδείς κλίμακες και άλλα ωραία. Τα μη επιδεχόμενα διορθώσεις ήταν τα σχέδια με δαιδαλώδεις κατόψεις τα οποία και επιστρέφονταν.

Μία δεκαετία αργότερα, η αρμοδιότητα πέρασε στο υπουργείο Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος (ΥΧΟΠ) του Αντώνη Τρίτση, προς μεγάλη λύπη της Μελίνας Μερκούρη και όχι αδίκως.

Η διάσημη εκείνη την εποχή Διεύθυνση Γ7 με αντικείμενο τα διατηρητέα κτίρια, αξιόλογους αρχιτεκτονικά οικισμούς, τοπία ιδιαίτερου φυσικού κάλλους είχε στελεχωθεί από νέους και με μεράκι αρχιτέκτονες και τότε θεσμοθετήθηκαν συστηματικά τα πρώτα μέτρα προστασίας, με «οίκοθεν μελέτες».

Το 1984, εποχή του οράματος της Χρυσής Ολυμπιάδας, καταργήθηκε το αυτοτελές ΥΧΟΠ και ετέθη υπό την «αιγίδα» του υπουργείου Δημοσίων Εργων και έκτοτε υπήρξαν μόνο αποσπασματικές πρωτοβουλίες θεσμοθέτησης κανόνων προστασίας.

Ενα ολοκληρωμένο Γενικό Εθνικό Σχέδιο για το πώς και πού οικοδομούμε και πώς να αποτραπεί η οικοδομική αναρχία και ασχήμια δεν υπήρξε, δηλαδή ένα σχέδιο ανάλογο με εκείνο της Επιχείρησης Πολεοδομικής Ανασυγκρότησης (ΕΠΑ).

Οι όποιες ρυθμίσεις, πολεοδομικές, αρχιτεκτονικές, μορφολογικές, σε συγκεκριμένες περιοχές τις περισσότερες φορές ήταν αποτέλεσμα πολιτικών πρωτοβουλιών, προσώπων κινουμένων από προσωπική ευαισθησία ή τοπικιστική προτίμηση.

Υπήρξαν βεβαίως και θεσμικές πρωτοβουλίες του επιστημονικού προσωπικού του υπουργείου αλλά και της Αυτοδιοίκησης και θα ήταν άδικο να μην τις επισημάνουμε.

Η αρχιτεκτονική παραγωγή άρχισε να ευτελίζεται και να ισοπεδώνεται από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, τότε που ξηλωνόταν το τραμ και η αντιπαροχή έγινε η κυρίαρχη ιδεολογία. Σήμερα, σε περιφέρειες ολόκληρες λιθόκτιστο κτίσμα μόνο ως θαύμα απαντάται πλέον και η οικοδομική ασχήμια κυριαρχεί. Πολυώροφα κτίρια με εσοχές, κλιμακωτά ρετιρέ όπως στις πολυκατοικίες της «πρωτευούσης», ισοπέδωσαν μικρές κωμοπόλεις, οικισμούς αξιόλογους, προκυμαίες και ακτές.

Διαχρονικά η ανοχή της Πολιτείας μας οφείλεται σε πολλούς παράγοντες όπως:

–Το πολιτικό κόστος που απέτρεπε κάθε πρωτοβουλία.

–Η επικρατούσα σύγχυση για το πού αρχίζουν και πού τελειώνουν τα όρια των ευθυνών του κράτους, το οποίο ισορροπούσε μεταξύ των σπεκουλαδόρων της γης και του διαμερίσματος, και των θεωρητικολογούντων υπέρ της ελευθερίας της έκφρασης, που ουσιαστικά βολεύει τους πρώτους.

Μελέτες για το αρχείο. Πριν από πέντε χρόνια το ΥΠΕΚΑ δρομολόγησε την εκπόνηση των μελετών αναγνώρισης της αρχιτεκτονικής και πολεοδομικής φυσιογνωμίας κάθε περιφερειακής ενότητας, με βάση την ιστορική ταυτότητα, το τοπίο, την υπάρχουσα κατάσταση, τα μορφολογικά στοιχεία.

Πέντε χρόνια μετά ολοκληρωμένες μελέτες με πλήρη καταγραφή και ανάλυση ανά οικιστική και χωρική ενότητα παραλαμβάνονται από το υπουργείο προκειμένου να γίνουν πράξη, αλλά:

«Δεν θα θεσμοθετήσουμε μορφολογικούς κανόνες, απεφάσισαν οι σύμβουλοι του ΥΠΕΚΑ και η (έγκριτη καθηγήτρια του ΕΜΠ) Γενική Γραμματέας, διότι πρέπει να διατηρήσουμε το αυθεντικό οικιστικό απόθεμα των μικρών οικισμών και ως προς το μέλλον των μελετών που παραλάβαμε απλώς θα δημιουργήσουμε μια βάση δεδομένων…».

Δηλαδή, οι ολοκληρωμένες μελέτες για τις οποίες εργάσθηκαν εκατοντάδες επιστήμονες όλων των ειδικοτήτων και όχι μόνο αρχιτέκτονες επί χρόνια, «θα αποθηκευθούν» σε μια βάση δεδομένων στη διάθεση όποιου θελήσει να κάνει χρήση. Οποιος δεν επιθυμεί, σαφώς θα συνεχίσει να… «αρχιτεκτονεί» ανεξαρτήτως ειδικότητας και η Πολιτεία απλώς θα παρατηρεί και θα ευλογεί τη συνέχιση του οικοδομικού παραλογισμού και της ασχήμιας.

Ποια πολιτισμένη οργανωμένη πολιτεία θα έκανε ποτέ τέτοια σκέψη; Στην Ιταλία, στη Γαλλία, στο Βέλγιο;

Δυστυχώς για εμάς η Ευρώπη, σε Ανατολή και Δύση, σέβεται την αρχιτεκτονική της ιστορία.

Ειδικά στην Ιταλία με το τέλος του πολέμου, με υπουργό Δικαιοσύνης τον Palmiro Togliatti, εκδόθηκε ο νόμος γνωστός ως Sfratto, με τον οποίο στα κέντρα των πόλεων και στους οικισμούς οποιαδήποτε οικοδομική εργασία γινόταν χωρίς έγκριση της υπηρεσίας Soprintendenza dei Beni Culturali ed Ambientali είχε εφαρμογή το sfratto (έξωση) που σήμαινε εν τοις πράγμασι κατάσχεση.

Στη χώρα μας δυστυχώς ισχύει στις μέρες μας όσο ποτέ η ρήση του Γιάννη Τσαρούχη: «Ευεργέτης θα νοείται πλέον όποιος κατεδαφίζει».

Ευτυχώς όμως και για την προστασία της ίδιας της κυβέρνησης, είτε το θέλει είτε όχι, είναι υποχρεωμένη να θεσμοθετήσει το έργο που παρήχθη διότι αυτό χρηματοδοτήθηκε από τους ευρωπαϊκούς πόρους μέσω του ΕΠΠΕΡΑΑ, αλλιώς θα πρέπει να επιστρέψει τα καταβληθέντα.

Ο Νίκος Σηφουνάκης είναι πρώην αναπληρωτής υπουργός ΠΕΚΑ
Σήμερα, σε περιφέρειες ολόκληρες λιθόκτιστο κτίσμα μόνο ως θαύμα απαντάται πλέον και η οικοδομική ασχήμια κυριαρχεί. Πολυώροφα κτίρια με εσοχές, κλιμακωτά ρετιρέ όπως στις πολυκατοικίες της «πρωτευούσης» ισοπέδωσαν μικρές κωμοπόλεις, οικισμούς αξιόλογους, προκυμαίες και ακτές.

Ευτυχώς όμως και για την προστασία της ίδιας της κυβέρνησης, είτε το θέλει είτε όχι, είναι υποχρεωμένη να θεσμοθετήσει το έργο που παρήχθη διότι αυτό χρηματοδοτήθηκε από τους ευρωπαϊκούς πόρους μέσω του ΕΠΠΕΡΑΑ, αλλιώς θα πρέπει να επιστρέψει τα καταβληθέντα