Το δίλημμα είναι απλό. Και αφ’ εαυτού ανατροφοδοτούμενο. Κι αν το προσεγγίσουμε με αυτοκριτική γενναιοφροσύνη τότε θα καταλήξουμε στον πυρήνα τής (εν πολλοίς αυτοάνοσης) πολιτικής μας παθογένειας. Οπόταν και:

n Είτε παλινδρομούμε. Αναπαράγοντας τα έωλα διαβρωτικά σύνδρομα του χθες και επανεισπράττοντας τα προβλεπτά του παθήματα. Οχι ως δις, αλλά πολλάκις εξαμαρτείν! Με μαζοχιστική κυριολεκτικώς ηδυπάθεια.

n Είτε αντιθέτως το ξεπερνούμε. Υπερβαίνοντας εαυτούς. Και αντλώντας επιτέλους τα μαθήματά του. Για να μην το επαναβιώσουμε. Με μοναδικό μέλημα και σώφρονα στόχο: κερδίζοντας το σήμερα, να διασφαλίσουμε επιτέλους το αύριο.

Αυτά μπορεί να θεωρηθεί ότι ανακλούν αφελείς διαλεκτικές κι ευσεβοποθικές προσδοκίες. Που δεν συνάδουν ασφαλώς με τον κυρίαρχο ρεαλισμό του θάλλοντος διχαστικού λόγου. Και που δεν είναι συμβατές με την πλεονάζουσα εσωστρέφεια, η οποία διέπει το πολιτικό γίγνεσθαι. Καθώς αυτό, αδυνατώντας να εκφύγει από την πεπατημένη των έως και ανήκεστων παθών και να ορθοτομήσει παραγωγικές διεξόδους, εξαντλεί τις δυναμικές του στην εξοντωτική αλληλοαποδόμηση. Που ευημερεί, ως έωλο εμφυλιοπολεμικό κατάλοιπο. Κι αυτή ακριβώς οδηγεί μοιραία σε φαύλο κύκλο ανερμάτιστων πολιτικών. Που απολήγουν σε άγονες αντιμαχίες. Την ώρα που τα προβλήματα με τα βάναυσά τους παράγωγα είναι πάντα εκεί. Γόρδιος εν ολίγοις δεσμός. Που δεν λύνεται. Αλλά ούτε και κόβεται. Γιατί; Διότι κανενός τα χέρια κατά μόνας –χωρίς δηλαδή εκείνα των άλλων –δεν έχουν τη δύναμη και δεν διαθέτουν το ανάλογο σθένος για να το πράξουν. Εστω και αν πλεονάζουν αποθέματα καλών προθέσεων. Τα οποία όμως δεν επαρκούν για υπέρβαση του θηριώδους (και διαρκώς μεγεθυνόμενου) χρέους. Που είναι και η αδυσώπητη ουσία της ελληνικής κακοδαιμονίας.

Κι ενώ ουδείς την αγνοεί, εν τούτοις οι συμπεριφορές (ένθεν και ένθεν του πολιτικού φάσματος) είναι παντελώς ασύμβατες με αυτή την κοινώς αποδεκτή διάγνωση. Τόσο σε επίπεδο πολιτικού λόγου. Και ως προς την ουσία του. Και ως προς την εκφορά του ακόμη! Οσο και σε επίπεδο εφαρμοσμένων πολιτικών. Που, πάνω και πέραν άλλων, θα έπρεπε να απορρέουν από ριζική αναθεώρηση διαθέσεων και να διέπονται από αποφασιστική αναστροφή συμπεριφορών. Με τρόπο και σε βαθμό που να δίδουν ευκαιρίες κάποιων κατ’ ελάχιστον έστω συγκλίσεων. Και συλλογικότερων προπαντός ενεργειών. Κάτι που πρέπει να μεταφρασθεί σε υπέρβαση των παραταξιακών περιχαρακώσεων. Και απάμβλυνση τουλάχιστον των κομματικών διαγκωνισμών. Αποβάλλοντας πειρασμούς κυκλοθυμικών ιδεοληψιών. Και ως προς αυτά, ουδείς αναμάρτητος! Το θέμα είναι ότι όλοι έχουμε μερίδιο ευθυνών. Οχι πλέον για όσα έγιναν. Αλλά κυρίως γι’ αυτά που επισυμβαίνουν. Και προ παντός εκείνα που επέρχονται αν δεν αποσοβηθούν.

Εάν δηλαδή (και εγκαίρως) δεν υπάρξει αποτρεπτική διαχείριση και αποτελεσματική στρατηγική. Και αυτά δεν είναι ασφαλώς θεωρητικά εφευρήματα και απότοκα περιστασιακής ρητορικής. Για να υπάρξουν και να ενεργοποιηθούν πρέπει να προϋπάρξει ανάλογη βούληση. Ή τουλάχιστον απομείωση των ελλειμμάτων που την αναιρούν. Χωρίς την οποία θα κυριαρχούν από εδράνων τα συνήθη στερεότυπα. Επιτείνοντας την ανεπάρκεια του πολιτικού συστήματος. Και την αδυναμία του να επιχειρήσει προσπελάσεις. Που να διανοίγουν σωστικές επιτέλους διεξόδους στις μοιραίες στενωπούς. Στις οποίες αδυσωπήτως αυτοεγκλωβίζεται η χώρα και διεμβολίζεται η ελληνική κοινωνία. Και στις οποίες ενεδρεύει ολέθρια μετεξέλιξη των σημερινών ολισθήσεων.