Το 1936 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις του περιοδικού Νέα Εστία η νουβέλ(λ)α Χίμαιρα του Μ. Καραγάτση. Πάνω στον ίδιο αφηγηματικό μύθο χτίστηκε με παραλλαγμένα και πρόσθετα «υλικά» το γνωστό μυθιστόρημα Η Μεγάλη Χίμαιρα του 1953. Τη φιλολογική έρευνα πάντοτε την ενδιέφεραν επανεπεξεργασμένες, όπως στην περίπτωση της Χίμαιρας, εκδοχές της πρώτης γραφής. Στην εκπνοή του 2015 και ενώ έχουν περάσει ογδόντα χρόνια από την πρώτη δημοσίευση της Χίμαιρας, οι Εκδόσεις Εστία προσφέρουν στο αναγνωστικό κοινό (κυκλοφορεί εντός των ημερών) αναδημοσιευμένη τη νουβέλα του Μ. Καραγάτση με ένα προοίμιο του εγγονού του συγγραφέα και σκηνοθέτη Δημήτρη Τάρλοου, μια περιεκτική εισαγωγή της καθηγήτριας στο Τμήμα Φιλολογίας του ΑΠΘ Μαίρης Μικέ και ένα επίμετρο με δύο παλαιότερα κείμενα του Στρατή Πασχάλη.

Η πνιγμένη εφηβεία

Η Γαλλίδα Μαρίνα Γκομπέρ, πρωταγωνίστρια της Χίμαιρας, βιώνει μια σχέση αντιπαλότητας και ελλειμματικής συνεννόησης με τη μητέρα της, γυναίκα «πλούσιας σαρκικής κατασκευής» (σ. 32) που απολαμβάνει την παρέα των ανδρών μετά τον θάνατο του άνδρα της, γεγονός που δυσχεραίνει τη θέση της νεαρής Μαρίνας στον κοινωνικό της περίγυρο. Γέννημα από τη μια της στωικής εσωστρέφειας και της φειδωλής διαχυτικότητας του πατέρα της και από την άλλη της φιλήδονης παρορμητικότητας της μητέρας της, αυτοπεριορίζεται ως άλλη Ηλέκτρα σταδιακά στον κόσμο των βιβλίων και των ονείρων της απέχοντας συνειδητά από την ευρεία κοινωνική συναναστροφή και από αυτό που η μητέρα, ως άλλη Κλυταιμήστρα, ήδη τόσο πρόωρα της είχε απονευρώσει: τον έρωτα. Με σύμμαχο το ψυχρό απολλώνιο στοιχείο της λογικής πνίγει το ξύπνημα της εφηβείας παραμερίζοντας το διονυσιακό στοιχείο της ερωτικής μέθης. Ο θάνατος της μητέρας της τη βρίσκει με μια σημαντική κληρονομιά από «κρυφές οικονομίες γινωμένες στα κέρδη της μυστικής πορνείας» (σ. 39). Η αποκάλυψη ότι η μητέρα της φρόντιζε με την «άσωτη» ζωή της να εξασφαλίσει την υλική ευδαιμονία της κόρης της, θα βυθίσει τη Μαρίνα στη συναισθηματική οδύνη μιας αναδρομικής μεταμέλειας.

Η «απόδραση» στη Σύρο

Το όνομα που θα τύχει να διαβάσει στα πλευρά του ελληνικού εμπορικού καραβιού θα γίνει συνώνυμο της τραγικής ύπαρξής της, της αέναης χιμαιρικής τάσης της στη φυγή και στο όνειρο: «Χίμαιρα». Θα σημάνει τον ουτοπικό πόθο της για απόδραση από τη σκοτεινή ζωή της, η οποία θα της χαμογελάσει όταν γνωρίσει τον κασιώτη καπετάνιο της «Χίμαιρας» Γιάννη Ρεΐζη. Απωθώντας το παρελθόν των παιδικών τραυμάτων θα τον παντρευτεί στη Σύρο, τόπο διαμονής του ίδιου, της μητέρας του και του αδελφού του, Μηνά. Η γνωριμία τής καλλιεργημένης και λεπταίσθητης αυτής γυναίκας με την ελληνική νησιωτική γη και κουλτούρα θα σημάνει την αρχή της ερωτικής ευτυχίας της. Θα έρθει σε ζωντανή επαφή με τα σχήματα και τα χρώματα του ελληνικού τοπίου και πολιτισμού, που αναζητούσε ήδη από την εποχή των σχολικών τετραδίων της. Πλάι στις πνευματικές απολαύσεις, το κορμί της θα ξυπνήσει «στις ισχυρές ηδονές του φύλου της». Ο Μηνάς θα κεντρίσει τη συμπάθεια της Μαρίνας με τους εκλεπτυσμένους τρόπους του και την ψυχική του ευγένεια. Τα πράγματα αρχίζουν εντός της να αναδιατάσσονται αφυπνίζοντάς την από την ανία που έφεραν τα χρόνια: «Συλλογίστηκε τι μορφή θα είχε πάρει η ζωή της, αν πάνω στο κατάστρωμα της «Χίμαιρας» δεν την υποδεχόταν ο Γιάννης Ρεΐζης μα ο αδερφός του ο Μηνάς» (σ. 77). Η απουσία του Γιάννη στα υπερατλαντικά ταξίδια της «Χίμαιρας» την καθηλώνει μαζί με τη μικρή τους κόρη στην κοινωνική μόνωση. Και ενώ οι περιπλανήσεις της «Χίμαιρας» στις θάλασσες της Ασίας συνομιλούν με τις υποσυνείδητες περιπλανήσεις της Μαρίνας στη σφαίρα του ονείρου, η ερωτική της ένωση με τον Μηνά θα συμπέσει με τη μέγιστη μοιραία απώλεια και θα ανατρέψει οριστικά την ισορροπία των ρόλων με τις συνειδήσεις να πληρώνουν βαρύ τον φόρο της μεταμέλειας. Ο αιμάτινος κύκλος του έρωτα και του θανάτου έχει μπει πια σε τροχιά μη αναστρέψιμη με (αυτο)καταστροφικές συνέπειες.

«Δεμένοι» στη μοίρα

Η Χίμαιρα συγκεντρώνει γνώριμα στοιχεία της νευρώδους ψυχογραφικής πένας του Καραγάτση. Ο αναγνώστης εισπράττει τη νατουραλιστική απεικόνιση του παράφορου ερωτικού ενστίκτου και της τυραννικής διαπάλης ανάμεσα σε αυτό και τη λογική, οικτίροντας τους ήρωες που δοκιμάζονται ψυχικά. Η γυναικεία ψυχολογία ανατέμνεται διεισδυτικά. Η θεματολογία προβάλλει πολυσχιδής και με ασφαλή εσωτερική συνάφεια: τα αδιέξοδα και οι ναυαγισμένες προσδοκίες. Οι άνομοι έρωτες και οι ανομολόγητοι σαρκικοί πόθοι πίσω από τις προσχηματικές αστικές ευπρέπειες. Η βασανιστική ταλάντευση ανάμεσα στο εξομολογημένο πάθος και τις τύψεις ή τις συμβατικές επιταγές της κοινής γνώμης («Συλλογιέται τον άντρα που τον πεθύμησε αυτό το κορμί. Μα αμέσως η ψυχή της αναταράζεται σε κύμα ντροπής», σ. 111). Η επικυριαρχία του φυσικού νόμου πάνω στις ανθρώπινες συμβάσεις. Η κινδυνώδης ζωή των ναυτικών στις απρόβλεπτες και αφιλόξενες θάλασσες με περιγραφικούς όρους που παραπέμπουν στην ποιητική γλώσσα του Καββαδία. Τα ήθη της κοινωνικής καθημερινότητας της τοπικής κοινωνίας ως σημαντικοί όροι διαμόρφωσης της ατομικής ύπαρξης. Οι λυρικές περιγραφές του φυσικού τοπίου (σ. 107-108) συνομιλούν με την έξαρση των ανθρώπινων αισθήσεων. Οι ελάχιστοι διάλογοι, εναλλασσόμενοι με την κυρίαρχη τριτοπρόσωπη αφήγηση, ενδυναμώνουν το αισθητικό αποτέλεσμα, παρά το γεγονός ότι δεν λείπουν αποφάνσεις και επεξηγηματικά σχόλια που απορρέουν από την αιτιοκρατική θεώρηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς και των καταστάσεων. Γιατί οι ήρωες του Καραγάτση, από τους κοινωνικά απόκληρους έως τους επαγγελματικά και κοινωνικά καταξιωμένους, από τον άτυχο λοστρόμο (σ. 136-141) έως τα μέλη των εφοπλιστικών επιχειρήσεων, αποδεικνύονται απροστάτευτοι και χωρίς μεγάλα περιθώρια επιλογών, δεμένοι μοιραία στη μέγκενη ενός συνεχούς καταναγκασμού είτε αυτός μεταφράζεται σε εξωτερικές δυνάμεις της φύσης, της κοινωνίας και των περιστάσεων είτε σε εσωτερικές δυνάμεις του υποσυνείδητου, της κληρονομικότητας, των ορμών και των ενστίκτων. Οι άνθρωποι είναι παγιδευμένοι σαν παίγνια στα χέρια της μοίρας που επιχαίρει για τα αίολα σχέδιά τους, στους επάλληλους κύκλους της ευτυχίας και της δυστυχίας, στους υποσυνείδητους νόμους της ψυχής.

Οι δύο Χίμαιρες

Η σχέση ανάμεσα στις δύο Χίμαιρες επόμενο ήταν ότι θα πυροδοτούσε το ενδιαφέρον της φιλολογικής έρευνας. Η Μ. Μικέ στην προτασσόμενη εισαγωγή («Η υπόκωφη έκρηξη της Χίμαιρας») παρακολουθεί τον εσωτερικό διάλογο ανάμεσα στη μικρή και στη μεγάλη Χίμαιρα εστιάζοντας την κριτική ματιά της στις διαφορές που εντοπίζει ανάμεσα στις θεματικές και στυλιστικές επιλογές του Καραγάτση στα δύο έργα. Επισκοπεί σε συγκριτική συνανάγνωση την εσωτερική εξέλιξη της Μαρίνας Γκομπέρ της Χίμαιρας και της Μαρίνας Μπαρέ της Μεγάλης Χίμαιρας, αλλά και την εξέλιξη των άλλων βασικών ηρώων εξετάζοντας παράλληλα τις διαφορές ως προς τον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας χειρίζεται τις διαπροσωπικές σχέσεις των χαρακτήρων στα δύο κείμενα. Ωστόσο, το κείμενο της Χίμαιρας, επισημαίνει η Μ. Μικέ, δεν πρέπει να περιορίσει μια σχετική συζήτηση μόνο στις εκλεκτικές συγγένειες που αυτό εύλογα εμφανίζει με τη Μεγάλη Χίμαιρα, καθώς μια τέτοια προσέγγιση θα ενέγραφε απλουστευτικά τη Χίμαιρα στην κατηγορία ενός απλού προσχεδίου της μεταγενέστερης μυθιστορηματικής σύνθεσης του 1953. Η νουβέλα αξιώνει δικαίως τα αυτόφωτα και αυτόνομα προνόμιά της έναντι της μυθιστορηματικής της μετεξέλιξης.

Η διαχρονική απήχηση και γοητεία που ασκεί το έργο του Καραγάτση δεν επιδέχονται αμφισβήτηση. Ο Στρατής Πασχάλης σημειώνει στο επίμετρο του βιβλίου και στο πλαίσιο μιας συνολικής αποτίμησης του έργου του Καραγάτση ότι πρόκειται για «ένα πληθωρικό, χειμαρρώδες και σκοτεινό εγώ», για έναν συγγραφέα «τελείως αυθύπαρκτο, πέρα από γενιές και ταξινομήσεις, αυτόνομο, ελεύθερο και προσωπικό». Ο Δ. Ραυτόπουλος σε άρθρο του το 2002 στο περιοδικό Αντί (τχ. 768-9) έγραψε ότι ο Καραγάτσης, πέρα από δικαιολογημένες ή άδικες επικρίσεις, την υπόθεση της πρωτοκαθεδρίας του στο παραδοσιακό μυθιστόρημα την κέρδισε στο Εφετείο του Χρόνου. Αυτός δεν είναι, άλλωστε, ο μέγιστος δικαιοκρίτης;

Μ. Καραγάτσης

Χίμαιρα

Προοίμιο: Δημήτρης Τάρλοου

Εισαγωγή: Μαίρη Μικέ

Επίμετρο: Στρατής Πασχάλης

Εκδ. Εστία

Σελ. 204

Τιμή: 12 ευρώ