Δέκα χρόνια συμπληρώθηκαν φέτος από τον πρόωρο θάνατο του Αλμπέρτου Ναρ και οι Εκδόσεις Νεφέλη παρέδωσαν στο αναγνωστικό κοινό την καλαίσθητη συγκεντρωτική έκδοση των διηγημάτων του συγγραφέα υπό τον τίτλο «Σαλονικάι». Την έκδοση συναπαρτίζουν οι συλλογές «Σε αναζήτηση ύφους» και «Σαλονικάι, δηλαδή Σαλονικιός» οι οποίες εγγράφονται στη λογοτεχνική παράδοση της γενοκτονίας των Εβραίων με τις ιδιαίτερες, ωστόσο, υφολογικές και αισθητικές επιλογές ενός λεπτολόγου συγγραφέα που αφήνει τη μνήμη να ανακλαδίζεται χαμηλόφωνα και συνειρμικά έως τις πιο υπόρρητες εκφράσεις της ατομικής και συλλογικής συνθήκης. Πρόκειται για κείμενα στα οποία ο Ναρ περιστοιχισμένος από ίσκιους, επίμονα ερωτήματα, «ιδανικές φωνές και αγαπημένες εκείνων που πέθαναν», που θα έλεγε ο Καβάφης, επιχειρεί να διασώσει ένα σημαντικό ιστορικό παρελθόν στις συνθήκες ενός απρόσωπου και ίσως αδιάφορου παρόντος. Ως απόγονος σεφαρ(α) διτών επιζώντων του εβραϊκού Ολοκαυτώματος, ως σάρκα από τη σάρκα της Θεσσαλονίκης και μεγαλωμένος σε ένα σπίτι όπου «βάραιναν πάντα οι σκιές εκείνων που είχαν χαθεί» (σ. 142), αυτοβιογραφείται με φόντο την προσφυγική περιπλάνηση και την πολιτισμική σκευή της φυλής του: «Είσαι ο γόνος ο στερνός μιας προσφυγιάς που άραξε στον τόπο αυτό με την ψυχή στο στόμα (…) ήσουν ανάμεσα στους ξεκληρισμένους της Ιταλίας και της Ιβηρικής, τη νέα Ιερουσαλήμ θεμελιώνοντας, που φάνταζε στις ακτές του Θερμαϊκού να ξαναγεννιέται». Κατάληξη του ταξιδιού του στον χρόνο είναι οι ημέρες εκείνες που οι ναζιστές εξαπέλυσαν τα πογκρόμ εναντίον των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Τότε που τους δικούς του ανθρώπους τούς συγκέντρωσαν στην Πλατεία Ελευθερίας και από εκεί «τους πήραν καράβια με μαύρα πανιά». Και από εκείνες τις στιγμές η εμπειρία του Ολοκαυτώματος, όπως τη διηγήθηκαν οι επιζώντες, έμελλε να γίνει για τον Ναρ το στημόνι που θα καθόριζε τον ίδιο και το έργο του. Από τότε ο συγγραφέας πασχίζει να συγκολλήσει τα θραύσματα της μνήμης βαδίζοντας στους ίδιους δρόμους ενός εν πολλοίς αγνώριστου και αλλοτριωμένου αστικού τοπίου. Συνομιλεί με το ματωμένο πρόσωπο της Ιστορίας και με τις θύρες των βαγονιών που «ακόμα χάσκουν ορθάνοιχτες». Ξεφυλλίζει το λεύκωμα των οικογενειακών φωτογραφιών και στο ξεφύλλισμα παγώνει ο χρόνος για να υπενθυμίζει επίμονα το ανεξόφλητο χρέος στη μνήμη. Ως «τέκνο του 115210 και της 40041» (σ. 110) έχει πλήρη επίγνωση της προαιώνιας χαλεπής μοίρας τού πλάνητος Εβραίου που θα καθορίσει αναπόφευκτα και τον ίδιο: «Πάνω στα ερείπια, τα πανάκριβα όνειρά σου θα στεγάσεις. Στους συλημένους βωμούς ό,τι σου απόμεινε θα ανασυντάξεις. Κι εκείνους που σου χάθηκαν από τη λήθη θα ανακαλέσεις για να σε στηρίξουν» (σ. 64).

Η απώλεια

Ο συγγραφέας ομολογεί ότι αδυνατεί να «κρατήσει την ψυχή του αλώβητη από εικόνες και μνήμες». Ανήμπορος να συμφιλιωθεί με την απώλεια σε μια εποχή με αμβλύ το ενδιαφέρον για το παρελθόν, προσπαθεί σαν πλανόδιος φωτογράφος μέσα από μετατοπίσεις στον χρόνο και την Ιστορία, να εμφανίσει τα αρνητικά παλιών φωτογραφιών της πόλης του, του σπιτιού του και των ανθρώπων του. Είναι ένας μεταλλωρύχος που σκάβει ακούραστα στο ορυχείο της συλλογικής μνήμης, ένας αισθαντικός συλλέκτης ακριβών τιμαλφών που ξοδεύει την ευαίσθητη ψυχή του για να τα διασώσει από τη φθορά και τη λήθη. Κάθε του βλέμμα στον χώρο που τον περιβάλλει γίνεται αφορμή να πυροδοτηθεί ο επώδυνος προβληματισμός του για όσα συνέβησαν «στους μαύρους καιρούς των ερμητικών βαγονιών και των κίτρινων άστρων» (σ. 87). Ενα άνετο αεροπορικό του ταξίδι ανακαλεί στη μνήμη την εικόνα των δικών του ανθρώπων τις ώρες που στριμώχνονταν στα βαγόνια της καταναγκαστικής εργασίας και των κρεματορίων. Η αναμονή της επιβίβασής του στο τρένο ανακαλεί συνειρμικά τις κρίσιμες στιγμές που οι δικοί του άνθρωποι περίμεναν να επιβιβαστούν στα τρένα της ζοφερής αγωνίας.

Βαθιά επηρεασμένος από την πεζογραφική παράδοση της Θεσσαλονίκης (ιδιαίτερα από τον Γ. Ιωάννου) φιλοτεχνεί μια ανθρωπογεωγραφία και τοπιογραφία της γενέτειράς του που την ορίζουν δύο βασικές αρχές: α) Η προσωπική, σχεδόν υπαρξιακή, ταύτιση με την πόλη γίνεται πυξίδα του συγγραφικού του εγχειρήματος να αναστήσει τον κόσμο των δικών του ανθρώπων σμιλεύοντας με την ελεγειακή γραφίδα του τα ονόματά τους πάνω στο τραυματισμένο σώμα τής μνήμης σε μια πόλη που «τόσο λάτρεψε και που τόσο τον λάτρεψε». β) Από την άλλη, η ατομική και οικογενειακή του ιστορία νοηματοδοτούνται πάντα στο πλαίσιο της ευρύτερης ιστορίας της κοινότητάς του, από τη φρίκη του Ολοκαυτώματος έως τις μεταπολεμικές προσπάθειες προσαρμογής στη νέα πραγματικότητα.

Αλμπέρτος Ναρ

Σαλονικάι

Απαντα τα διηγήματα

Εκδ. Νεφέλη, 2015,

Σελ. 272

Τιμή:

13,50 ευρώ