Ηταν το βράδυ του περασμένου Μαΐου όταν ο «Αστακός» θα έκανε πρεμιέρα στις Κάννες. Η είσοδος του Palais des Festivals, στρωμένη με το κόκκινο χαλί της, είχε βουλιάξει από φώτα, κάμερες, κοστούμια και φορέματα, ασυρμάτους της ασφάλειας, μικρόφωνα των καναλιών ή λιμουζίνες. Από τις τελευταίες, εκείνη που αναμενόταν περισσότερο έφθασε χωρίς καθυστέρηση, αποβιβάζοντας, μεταξύ των άλλων, τους Κόλιν Φάρελ, Ρέιτσελ Βάις, Αριάν Λαμπέντ, Γιώργο Λάνθιμο, Μπεν Γουίσο. Μόλις τακτοποιούνταν, παραφύλαγαν οι δημοσιογράφοι: «Εσείς ποιο ζώο θα διαλέγατε;» ρωτούσαν. «Πώς είναι να μπαίνεις στο μυαλό ενός τέτοιου σκηνοθέτη;» συνέχιζαν, παίρνοντας διάφορες απαντήσεις. Την ίδια ώρα, λίγο πιο πίσω, φορώντας φράκο με μπορντό παπιγιόν και ελαφρώς αγχωμένος για μια λεπτομέρεια της τελευταίας στιγμής, στεκόταν ο Ευθύμης Φιλίππου. Δεχόταν τα πειράγματα του Φάρελ, ανταπέδιδε έναν χαιρετισμό, γελούσε καλοπροαίρετα. Ηταν σαν όλα αυτά να τα είχε μεν ξαναζήσει, όχι όμως και σαν να τα παίζει στα δάχτυλα. Ηταν αυτό που λέμε διακριτικός.

Δεν γνωρίζουμε αν ήταν πάντα έτσι. Ξέρουμε ότι γεννήθηκε σχεδόν τέσσερις δεκαετίες πριν, πως μεγάλωσε πρώτα στην Αχαρνών και έπειτα στη Νέα Σμύρνη και ότι η εφηβεία του, αν γινόταν ταινία, θα είχε στο φόντο καταλήψεις και τσιγάρο δίπλα στις μπασκέτες, fly από το Μοναστηράκι, μπορντό Dr. Martens ή κασέτες με Pet Shop Boys και Nirvana. Τη διαδέχτηκε μια εποχή που πολλοί Αθηναίοι ταλαντεύονταν μεταξύ Faz ή La Mamounia, αλλά και οι πρώτες μεγάλες αποφάσεις: ο Φιλίππου έδωσε Πανελλήνιες με στόχο την Αρχιτεκτονική, η βαθμολογία του όμως τον οδήγησε στο Τμήμα Μάρκετινγκ του Αμερικανικού Κολλεγίου. Το τελείωσε χωρίς να ξετρελαθεί κι έπιασε δουλειά ως κειμενογράφος σε διαφημιστική. Στα γραφεία της, έμαθε να γράφει κάτι σε λίγο χρόνο, με τους όρους κάποιου άλλου, να συμβιβάζεται με την ιδέα ότι αυτό το κάτι δεν θα αλλάξει τον κόσμο. Καθώς οι συνάδελφοί του δεν είχαν τα ίδια μουσικά γούστα, έμαθε να ακούει τα αγαπημένα του λαϊκά φορώντας ακουστικά.

Σε αυτή τη δουλειά ήταν που πρωτογνώρισε τον Λάνθιμο. Μαζί έγραψαν ταινίες για νέους εσώκλειστους από φρικτά προστατευτικούς γονείς, μικροεπιχειρήσεις αναβίωσης πρόσφατα εκλιπόντων ατόμων, άγαμες και άγαμους, υποχρεωμένους να βρουν ταίρι ή να μεταμορφωθούν σε ζώο. Η πρώτη ειδικά, ο «Κυνόδοντας», τάραξε τα σχετικά λιμνάζοντα κινηματογραφικά νερά και έφθασε έως τις υποψηφιότητες των Οσκαρ. Επίτευγμα, από συγγραφικής άποψης φαινομενικά απλό: σύμφωνα με συνέντευξή του, ο Φιλίππου πρώτα συζητούσε με τον Λάνθιμο, έπειτα ξεκινούσε να γράφει και κατόπιν συναντιόντουσαν τα Σαββατοκύριακα σε κάποιο καφέ, όπου ύστερα από μερικές προσθαφαιρέσεις του σκηνοθέτη έφευγαν για να επαναλάβουν τον ίδιο κύκλο. Στην ίδια αφήγηση, ο Φιλίππου αναφερόταν και στο ότι ο Λάνθιμος συνήθιζε να παραγγέλνει κάποιο γλυκό με σοκολάτα, ενώ εκείνος με κρέμα. Πρόσθετε επίσης ότι η μητέρα του είδε την ταινία, του τηλεφώνησε και μόνο αφού μίλησαν κάμποση ώρα αναφέρθηκε στο γεγονός. Αμέσως μετά, το έκλεισε.

Λεπτομέρειες όπως το επιδόρπιο που καταναλώθηκε σε μια συνάντηση, ήρωες υπό επιεικώς παράδοξη πίεση και αντιδράσεις όπως η αμηχανία είναι πράγματα που δεν σπανίζουν στα κινηματογραφικά σενάριά του, είτε στα «λανθιμικά» είτε στο «L» του Μπάμπη Μακρίδη είτε στο «Chevalier» της Αθηνάς – Ραχήλ Τσαγγάρη. Τα άλλα γραπτά του, το βιβλίο «Κάποιος μιλάει μόνος του κρατώντας ένα ποτήρι γάλα» (MNP), το θεατρικό «Αίματα», αλλά και μια στήλη του με συνεντεύξεις σε free press, βασισμένη στη γονιμοποιητική ερώτηση «Μπορείτε να μου μιλήσετε για διάφορα πράγματα γενικά, σας παρακαλώ;» δεν ήταν εκ διαμέτρου αντίθετα. Ομοίως και το πρόσφατο «Δημήτρη» (με τίτλο σε πτώση κλητική) για τον Δημήτρη Μητροπάνο: ο Φιλίππου τον γνώριζε τόσο καλά, ώστε συγκέντρωσε αφηγήσεις οικείων για την κολόνια που ο τραγουδιστής φορούσε από το 1967 ή τον βαθύ ήχο του πάγου στο ποτήρι του. Οπως όμως συμβαίνει, οι ταινίες έφθασαν σε ένα κάπως ευρύτερο κοινό. Οι ήρωές τους, που ακόμα και αν (ή επειδή) δρούσαν σε συνθήκες εργαστηρίου, ήταν ανοιχτοί σε διάφορες ερμηνείες και παρεμβάσεις. Σαν ένα open source συναισθηματικό λογισμικό.

Κάτι τέτοια χαρακτηριστικά, επαυξημένα από παραδοξότητες ειπωμένες με φυσικό τρόπο, ταξινομήθηκαν με την ταμπέλα «Greek Weird Wave» και πήραν κάμποσα βραβεία –ο «Αστακός» λ.χ. κέρδισε το βραβείο της κριτικής επιτροπής του Φεστιβάλ των Καννών και το βραβείο σεναρίου στο Cinemart του Ρότερνταμ, ενώ το «Chevalier» της Τσαγγάρη διακρίθηκε στο Λονδίνο ως η καλύτερη ταινία. Αντικειμενικά θετικές εξελίξεις δηλαδή, για τις οποίες ο Φιλίππου ένα πράγμα είχε να επισημάνει σε μια συνέντευξη: «Καμία γενιά δεν υπάρχει, αλλά μεμονωμένοι περίπου συνομήλικοι που παλεύουν να κάνουν αυτό που θέλουν». «Η απόλυτη απεικόνιση του παράδοξου είναι η πραγματικότητα», σε μια άλλη. Στο κάτω κάτω και ο ίδιος, συχνάζοντας σε μέρη όπως η Στοά Κουρτάκη, το Μετς ή το Παγκράτι, αγαπώντας ταινίες από τη «Σύντομη συνάντηση» μέχρι το «Επιχείρηση κινούμενος στόχος» ή ακούγοντας από Μπιθικώτση μέχρι Μόρισεϊ, δεν φαίνεται δα τόσο αλλόκοτος. Προς τι λοιπόν οι εντός και εκτός συνόρων γενικεύσεις; Σίγουρα κάνουν τα πράγματα πιο εύχρηστα. Τρέφονται όμως από πεποιθήσεις. Ισως από το ότι «ακόμη εδώ το σινεμά», όπως έλεγε κάπου ο Φιλίππου, «αντιμετωπίζεται σαν αυτό που κάνουν οι «δημιουργικοί άνθρωποι τις Παρασκευές τα βράδια και τα Σαββατοκύριακα σπίτι τους»».