Τα χειρόγραφα σημειώματα που κατέσχεσαν οι εισαγγελείς στο αρχείο του πρώην υπουργού Εθνικής Αμυνας Ακη Τσοχατζόπουλου αμέσως μετά τη σύλληψή του το Πάσχα του 2012 με ευθείες αναφορές στο πρόσωπο του άλλοτε στενού του συνεργάτη Γιάννη Σμπώκου ήταν η πρώτη ένδειξη για τις Aρχές ότι οι δύο άνδρες είχαν ανοιχτούς οικονομικούς λογαριασμούς. Κατά το κοινώς λεγόμενο, εκείνες οι σημειώσεις έκαψαν τον Γιάννη Σμπώκο.

Από τότε μέχρι σήμερα έχει κυλήσει πολύ νερό στ’ αυλάκι της ιστορίας. Και οι δύο βρίσκονται πλέον αντιμέτωποι με μια βαριά πρωτόδικη καταδίκη για την υπόθεση που έμεινε γνωστή ως «χρυσές μίζες». Το κατηγορητήριο βαρύ. Ποτέ κανένας από τους δύο δεν το αποδέχθηκε, όπως δεν αποδέχθηκε ότι από τα χέρια του πέρασε μαύρο χρήμα όσο βρέθηκαν σε θέσεις-κλειδιά στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας. Ωστόσο, από χθες ο Γιάννης Σμπώκος, εκτός από την καταδίκη που έχει ήδη στο μητρώο του (σ.σ.: η υπόθεση βρίσκεται σε εξέλιξη σε δεύτερο βαθμό ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου) μετρά και τα πρώτα ισόβια που έπεσαν για υπόθεση προμήθειας εξοπλιστικών. Υστερα από πολύμηνη διαδικασία οι δικαστές του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων τον έκριναν ομόφωνα ένοχο για άμεση συνέργεια σε απιστία σε συνδυασμό με τις επιβαρυντικές διατάξεις του νόμου περί καταχραστών του Δημοσίου, αδίκημα που αφορά την προμήθεια του συστήματος τηλεπικοινωνιών του Στρατού με την επωνυμία «Ερμής».

ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΚΗ. Ωστόσο, το εδώλιο του φυσικού αυτουργού, του πρωταγωνιστή δηλαδή της ιστορίας, σύμφωνα με τις δικαστικές Αρχές, ήταν εξ αρχής κενό. Ετσι ο επίλογος γράφηκε χωρίς τη δική του παρουσία. Ποιος ήταν κατά τις Αρχές ο πρωταγωνιστής; Και γιατί έμεινε τελικά εκτός σκηνής; Σύμφωνα με την κατηγορία, η επίμαχη σύμβαση υπεγράφη επί υπουργίας Ακη Τσοχατζόπουλου. Ομως ελέω του νόμου περί ευθύνης υπουργών, η κακουργηματική απιστία για εκείνον είχε υποπέσει σε παραγραφή όταν αποκαλύφθηκε η υπόθεση. Ετσι, ο Ακης Τσοχατζόπουλος δεν θα λογοδοτήσει ποτέ για την εν λόγω πράξη στη Δικαιοσύνη.

Αυτή ακριβώς είναι η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα σε πολιτικά και μη πολιτικά πρόσωπα που ελέγχονται από την ομάδα των εισαγγελέων και των ανακριτών κατά της Διαφθοράς για σειρά ύποπτων συμβάσεων προμήθειας εξοπλιστικών προγραμμάτων.

Το αποτέλεσμα είναι ο πρώην υπουργός να παραμένει στο απυρόβλητο και εκ του νόμου να μην μπορεί να κριθεί για καμία άλλη αξιόποινη πράξη εκτός από το ξέπλυμα μαύρου χρήματος για το οποίο δικάζεται ήδη σε δεύτερο βαθμό. Η διαφορετική ποινική μεταχείριση επαναφέρει για μία ακόμα φορά στο προσκήνιο, όπως λένε δικαστικοί κύκλοι, την ανάγκη της αλλαγής του νόμου περί ευθύνης υπουργών, ο οποίος ουσιαστικά επιφυλάσσει ευνοϊκότερη μεταχείριση στους πολιτικούς, καθώς για όλα τα άλλα αδικήματα εκτός από το ξέπλυμα μαύρου χρήματος –που θεωρείται διαρκές –προβλέπει πολύ μικρότερες προθεσμίες ως προς την παραγραφή. Αντίθετα, για τις ίδιες πράξεις μη πολιτικών προσώπων που κρίνονται από την τακτική Δικαιοσύνη και όχι από τη Βουλή το τείχος της υπουργικής παραγραφής δεν προφυλάσσει.

ΟΙ ΠΟΙΝΕΣ. Ο Γιάννης Σμπώκος μοιράστηκε το εδώλιο με τον πρώην αναπληρωτή διευθυντή Εξοπλισμών Αντώνη Κάντα και τον Νίκο Λεονταρίτη, στέλεχος της Διεύθυνσης Εξοπλισμών. Και οι δύο κρίθηκαν ένοχοι αλλά οι δικαστές αναγνώρισαν ελαφρυντικά στον Κάντα με αποτέλεσμα να σπάσουν τα ισόβια. Ο Αντώνης Κάντας, ο οποίος επιπλέον κρίθηκε ένοχος για δωροδοκία και ξέπλυμα μαύρου χρήματος, καταδικάστηκε σε συνολική ποινή κάθειρξη 25 ετών, ενώ στον συγκατηγορούμενό του Ν. Λεονταρίτη επιβλήθηκε ποινή 20ετούς κάθειρξης. Στην κρίση των δικαστών μέτρησε το γεγονός ότι ο Κάντας έχει ήδη ομολογήσει τη συμμετοχή του σε υπόθεση με μίζες εξοπλιστικών και έχει επιστρέψει περισσότερα από 10 εκατομμύρια ευρώ στο ελληνικό Δημόσιο. Η έστω και ετεροχρονισμένη ομολογία του και η συμπεριφορά που επέδειξε αναγνωρίστηκαν ως ελαφρυντικά ειλικρινούς μεταμέλειας. Υπ’ αυτό το πρίσμα το δικαστήριο ανέστειλε την εκτέλεση της ποινής του Κάντα με περιοριστικούς όρους, όπως και για τον Λεονταρίτη στον οποίο αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό της καλής διαγωγής μετά την πράξη.