Φανταστείτε μια σκηνή από το πολύ κοντινό μέλλον: ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Τρύφων Αλεξιάδης καταθέτει στη Βουλή νέο εφαρμοστικό νόμο με τα προαπαιτούμενα της επόμενης δόσης. Μεταξύ αυτών και η αύξηση της φορολογίας των αγροτών σε δύο δόσεις (από το 13% στο 20% το 2016 και στο 26% το 2017) όπως προβλέπει το Μνημόνιο. Την επομένη, οι αγρότες κατεβάζουν τα τρακτέρ στην Εθνική, οι Κοινοβουλευτικές Ομάδες ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ παίρνουν φωτιά και πριν προλάβει να στεγνώσει το μελάνι, ο υπουργός αποσύρει τη διάταξη από το νομοσχέδιο για να αναζητηθούν άλλες ισοδύναμες λύσεις.

Φανταστικό σενάριο; Οχι τόσο, αν λάβει κανείς υπόψη τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκε η κυβέρνηση τις δύο πρώτες μνημονιακές δεσμεύσεις της: τον ΦΠΑ 23% στην εκπαίδευση, ακόμη και το φαινομενικά εύκολο προαπαιτούμενο της αύξησης της φορολογίας των ενοικίων. Τα ψήφισε με το Μνημόνιο, άρχισε να τα εφαρμόσει, έκανε όπισθεν μετά τις αντιδράσεις βουλευτών και κοινωνικών ομάδων και υποσχέθηκε ισοδύναμα. Για να επαναβεβαιώσει, αμέσως μετά, ότι και ισοδύναμα δεν υπάρχουν και έχει τα χέρια της δεμένα από ένα Μνημόνιο με το οποίο διαφωνεί, αλλά δυστυχώς είναι αναγκασμένη να εφαρμόσει. Κάτι σαν τον σταυρό του μαρτυρίου. Βαρύς και ασήκωτος αλλά αναγκαίος σε μια διαδικασία πολιτικού εξαγνισμού μιας κυβέρνησης της Αριστεράς που βάφει τα χέρια της με Μνημόνιο. Και, στην πραγματικότητα, η μετεξέλιξη της πολιτικής της «περήφανης» διαπραγμάτευσης που εφαρμόζεται και τώρα στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής. Συνταγή δοκιμασμένη και πολιτικά πετυχημένη: για επτά ολόκληρους μήνες η προηγούμενη κυβέρνηση υποσχόταν Μνημόνιο στις Βρυξέλλες, το οποίο «έσκιζε» στο εσωτερικό, για να καταλήξουμε στο δημοψήφισμα του Οχι που έγινε Ναι με την υπογραφή του τρίτου Μνημονίου και την καθαρή νίκη της στις εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου.

Ενα ερώτημα θέτουν οικονομικοί και πολιτικοί αναλυτές, παράγοντες με γνώση των υποχρεώσεων της χώρας προς τους πιστωτές:πόσο αντέχει η χώρα (και η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ) να χάσει και άλλο πολύτιμο χρόνο σε κινήσεις πολιτικής τακτικής; Υπάρχει χρονικό «απόθεμα» για ένα νέο εθνικό κατενάτσιο; Η απάντηση που δίνουν οι ίδιες πηγές είναι η εξής: όσο χρόνο γλιτώνουν συγκεκριμένες επαγγελματικές και κοινωνικές ομάδες από την εφαρμογή των μέτρων τόσο πιο δυσβάστακτο επιστρέφει το κόστος για αυτές από τη φθορά της οικονομίας. Και όσο καθυστερεί η έξοδος από το Μνημόνιο τόσο πιο βαρύς θα είναι ο λογαριασμός που θα πληρώσει τελικά η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων που ήδη επιβαρύνεται με υπέρογκους φόρους.

Στην Ιρλανδία αφού βγήκαν από το Μνημόνιο μειώνουν τώρα τους μισητούς (μνημονιακούς) φόρους. Εμείς, θα το δούμε αυτό το έργο; Ακόμη και αν δεν είναι ένα success story.