Είπα να μην πάω όπως κάθε βράδυ απ’ τη μια πρόβα στην άλλη με τα πόδια.

Βλέπεις, το ένα θέατρο είναι Αμερικής και τ’ άλλο Αγίου Κωνσταντίνου.

Στη μέση η Ομόνοια, πλατεία δεν τη λες, ένα παράγωνο άχτιστο, στο χάσμα μιας αμηχανίας.

Ασχημο πέρασμα, όχι μόνο για το βλέμμα, αλλά και κακοφορμισμένο τραύμα του καιρού.

Ολες τις άλλες μέρες όσο κατηφόριζα την Πανεπιστημίου τόσο και χαμήλωνε ο ουρανός.

Στα Χαυτεία πια (άραγε τα λέει πια κανείς έτσι; μέχρι κι ο υπολογιστής με την αυτόματή του τη διόρθωση μου τα βγάζει με κόκκινο) νιώθεις κιόλας το πρώτο μαύρο σύννεφο να σου αγγίζει τα μαλλιά.

Παίρνεις βαθιά ανάσα, κι αφού περάσεις απ’ τον κυκλισμό του τετραγώνου (που ξανάγινε το τετράγωνο του κύκλου), κάνεις να κατέβεις την οδό του Αγίου του Κωνσταντίνου και… χάνεσαι.

Δεν αναγνωρίζεις τίποτα πια. Κάθε άνθρωπος άλλη φυλή, άλλη ιστορία, κι όλοι μαζί ιθαγενείς της δυστυχίας.

Γλώσσες άγνωστες, βλέμματα απελπισμένα που ψάχνουν άλλα μια πατρίδα, άλλα τη δόση τους, μερικά να βρουν τον παρελθόντα εαυτό τους στο ίδιο τοπίο, κέντρο κάποτε της πόλης.

Σταματάς και κοιτάς σαν χαμένος. Δεν ξέρεις πώς και πού να μοιράσεις το δίκιο. Γιατί το άδικο όπου και να το ρίξεις ποτέ δεν φτάνει στον προορισμό του. Χάνεται πάντα στη διαδρομή.

Κι ο ουρανός όλο και χαμηλώνει. Στενεύει ο δρόμος, και είναι η ζωή, σαν… σαν;.. Μόνη της απροσκάλεστη έρχεται στο στόμα η φράση.

«Σαν να μασάς βαμβάκι».

Είμαι σίγουρος ότι είναι του Σεφέρη, το γκουγκλάρω, το ξαναγκουγκλάρω, τίποτα. Η φράση δεν υπάρχει στο Διαδίκτυο. Θα τη φαντάστηκα φαίνεται. Τι να πω;

Μπορεί.

Για όλα είναι ικανός ο άνθρωπος, μέχρι να φτιάξει μέσα του έναν ποιητή και να του δώσει Νομπέλ.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά είπα να πάω με αυτοκίνητο στην πρόβα, και να βγω κατευθείαν στο πάρκινγκ, τέταρτο υπόγειο παρακαλώ, φρεσκοβαμμένο και χαμηλοτάβανο, ίσα να περνάει ένας 1,90.

Κι όμως μετά απ’ όλη αυτή τη διαδρομή – κατάβαση στον Αδη, εμένα αυτό το ταβάνι μού φαίνεται πολύ πιο ψηλό από τον έξω ουρανό.

Εχασα μάλλον όπως όλοι μας το μέτρο.

Χάσαμε τη μονάδα μέτρησης. Απλό.

Είναι κι αυτή η πραγματικότητα που αλλάζει το πρόσωπό της χίλιες φορές την ώρα.

Βλέπεις τον διπλανό σου, εχθρός να είναι το πρωί, το μεσημέρι φίλος. Βλέπεις τον δεξιό με παντελόνια και γραβάτα στη Βουλή, να ντύνεται το βράδυ Αριστερά για να κατέβει πιάτσα.

Πας να πιαστείς απ’ την κυβέρνηση, σου μένει το μανίκι στο χέρι. Κάνεις να τρέξεις στην αντιπολίτευση. Δεν υπάρχει.

Εξηφανίσθη κι αμειφθήσεται ο ευρών.

Κι είναι κι αυτός ο καθρέφτης, ανελέητος. Να σε χτυπάει εκεί που σε πονάει.

Κάθε πρωί να σε κοιτάει κατάματα και να σου ψιθυρίζει.

«Εσύ. Εσύ τά ‘βλεπες χρόνια και δεν μίλαγες. Εσύ. Εσύ κι οι όμοιοί σου κλωσσάγατε αυτά τ’ αβγά. Και τώρα σ’ έπιασε η αγωνία για τον ουρανό που χαμηλώνει, και η συμπόνια για τους πρόσφυγες. Δεν κοιτάς τα χάλια σου. Εσύ είσαι ο πρόσφυγας. Πρόσφυγας στην ίδια σου τη χώρα».

Κι όμως, είμαι σίγουρος. Του Σεφέρη πρέπει να ‘ναι.

«Σαν να μασάς βαμβάκι».