Με μια ομοβροντία 11 δημοσιευμένων δημοσκοπήσεων μέσα σε τρεις ημέρες, πιθανότατα παγκόσμια πρωτοτυπία, ολοκληρώθηκε η προτελευταία εβδομάδα της προεκλογικής εκστρατείας.

Παρά τις επιμέρους διαφορές τους, κυρίως ως προς το προβάδισμα του ΣΥΡΙΖΑ και το εύρος της αδιευκρίνιστης ψήφου, το σύνολο των πρόσφατων δημοσκοπήσεων αποτυπώνει μια παρόμοια εικόνα ως προς τα κύρια χαρακτηριστικά του πολιτικού τοπίου. Αφήνουν όμως ανοιχτά τα πιο κρίσιμα ερωτήματα: πώς θα εξελιχθεί η αναμέτρηση του ΣΥΡΙΖΑ με τη ΝΔ, από την οποία θα εξαρτηθεί το κόμμα που θα αποτελέσει τον κορμό της επόμενης κυβέρνησης; Πόσα από τα μικρότερα κόμματα θα εκπροσωπηθούν στη Βουλή και ποιο από αυτά θα καταλάβει την κρίσιμη (συμβολικά και θεσμικά) τρίτη θέση; Ερωτήματα που είναι όμως πιθανό ότι θα απαντηθούν μόνο στην κάλπη της 20ής Σεπτεμβρίου αφού και το επόμενο δημοσκοπικό κύμα, το οποίο θα δημοσιοποιηθεί την Παρασκευή, τελευταία ημέρα που επιτρέπεται σύμφωνα με τον νόμο η δημοσίευση δημοσκοπήσεων, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν μπορεί να προσφέρει τελεσίδικες απαντήσεις.

Η έκβαση της αναμέτρησης του ΣΥΡΙΖΑ με τη ΝΔ εμφανίζεται ως εξαιρετικά αμφίρροπη, με το προβάδισμα του ΣΥΡΙΖΑ, κοινό χαρακτηριστικό σε όλες τις δημοσκοπήσεις, να μην ξεπερνά στις περισσότερες τη μία ποσοστιαία μονάδα. Η οιονεί αυτή ισοπαλία ως προς την πρόθεση ψήφου αποτυπώνεται επίσης και στους λοιπούς δείκτες που προσδιορίζουν το γενικότερο πολιτικό κλίμα. Η δημοτικότητα των δύο αρχηγών βρίσκεται ουσιαστικά στο ίδιο επίπεδο, με τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη να συγκεντρώνει ελαφρώς περισσότερες θετικές γνώμες και τον Αλέξη Τσίπρα να υπερέχει στην ερώτηση για τον καταλληλότερο πρωθυπουργό.

Η ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ. Ανάλογη ισοπαλία προκύπτει και στην ερώτηση για την ικανότητα διακυβέρνησης των δύο κομμάτων. Αρνητικό στοιχείο για τον ΣΥΡΙΖΑ στο πεδίο αυτό αποτελεί η αξιολόγηση της επτάμηνης κυβερνητικής θητείας του, αλλά παρ’ όλα αυτά μια κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να παραμένει περισσότερο επιθυμητή σε σύγκριση με μια κυβέρνηση που θα είχε κορμό τη ΝΔ. Αμεσα συνδεδεμένη με αυτή τη διαπίστωση είναι και η παράσταση νίκης όπου ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρεί προβάδισμα, το οποίο, αν και μειωμένο, κυμαίνεται στις διάφορες έρευνες από 10 έως 20 ποσοστιαίες μονάδες. Κρίσιμο πάντως στοιχείο για τον ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να αποτελεί η ιδιαίτερα περιορισμένη επανασυσπείρωση των ψηφοφόρων του Ιανουαρίου, η οποία στις πρόσφατες έρευνες κυμαίνεται από 55% έως 64%. Απαραίτητος όμως όρος για να υπερβεί ο ΣΥΡΙΖΑ στην κάλπη το 30% είναι η συσπείρωσή του να προσεγγίσει το 70%, ενώ για να διασφαλίσει την πρώτη θέση πρέπει το ποσοστό του να είναι αισθητά ανώτερο.

ΤΑ ΜΙΚΡΟΤΕΡΑ ΚΟΜΜΑΤΑ. Το δεύτερο κρίσιμο ερώτημα που προκύπτει από το πρόσφατο κύμα δημοσκοπήσεων αφορά τα μικρότερα κόμματα –πόσα θα εκπροσωπηθούν στη Βουλή και με ποια σειρά. Από τα έξι σήμερα μικρά κοινοβουλευτικά κόμματα, τρία εμφανίζουν ανοδική τάση, η Χρυσή Αυγή, το ΚΚΕ και το ΠΑΣΟΚ με σχετικώς υψηλή συσπείρωση, από 60% έως 80% ανάλογα με το κόμμα και τις επιμέρους έρευνες. Γι’ αυτό και η εκτίμηση της εκλογικής τους επιρροής κυμαίνεται από 6% έως 8%, με πιθανότερο διεκδικητή της τρίτης θέσης τη ΧΑ.

Αντίθετη είναι η δημοσκοπική εικόνα για Το Ποτάμι, το οποίο εμφανίζει διπλές διαρροές τόσο προς τη ΝΔ όσο και προς τον ΣΥΡΙΖΑ και σχετικώς χαμηλή συσπείρωση, περί το 50%.

Διαθέτει όμως ακόμη σημαντικά περιθώρια από τον χώρο των αναποφάσιστων καθώς, όπως φάνηκε και τον Ιανουάριο, είναι ιδιαίτερα θελκτικό σε ψηφοφόρους της τελευταίας στιγμής.

Τα άλλα δύο κόμματα, η ΛΑΕ και οι ΑΝΕΛ βρίσκονται σε όλες τις έρευνες στις τελευταίες θέσεις, με ορισμένες μάλιστα εκτιμήσεις να εμφανίζονται αρκετά επισφαλείς ως προς την είσοδό τους (ιδιαίτερα για τους ΑΝΕΛ) στη Βουλή. Είσοδο που, δημοσκοπικά, φαίνεται να εξασφαλίζει το κόμμα του Βασίλη Λεβέντη. Ομως μια δημοσκοπική επιλογή ευτελισμού ενδέχεται να είναι ευκολότερη από την επιβεβαίωσή της στην κάλπη.