«Εκείνη είχε στο μυαλό της έναν μαθητή που έδειχνε επιμελής, που προσποιούνταν ότι δεν την παρατηρούσε στο μάθημα αλλά διαισθανόταν τη διαρκή προσοχή του πάνω της…». Ο λόγος είναι για τη Ζωή, κεντρική ηρωίδα του νέου μυθιστορήματος του Θεόδωρου Γρηγοριάδη που επιγράφεται «Ζωή μεθόρια». Ηρωίδα και τίτλος σε μια σχέση σημασιολογικής ισοτιμίας όπου το μικρό και το μεγάλο ζήτα περιέχουν το ένα το άλλο προκλητικά. Η Ζωή, καθηγήτρια αγγλικών σε φροντιστήριο της Θεσσαλονίκης, γνωρίζει τον Γιάννη, σχεδόν συνομήλικο μαθητή της και απόφοιτο της σχολής εμποροπλοιάρχων. Μεταξύ τους αναπτύσσεται ένα λανθάνον ερωτικό αίσθημα που δεν θα αργήσει να εκπληρωθεί (πλην αδιέξοδα και θνησιγενώς) όταν αυτή παίρνοντας τον δρόμο για την Ορεστιάδα, όπου διορίστηκε, θα τον συναντήσει από σύμπτωση στην Καβάλα. Είναι μια γυναίκα ασυνήθιστη. Αντισυμβατική και εν τινι τρόπω ιδιόμορφη. Ασυμβίβαστη και αυτεξούσια. Μαχητική συνδικαλίστρια τυλιγμένη στις εσάρπες της και ετοιμοπόλεμη απέναντι στο άδικο. Κατέχεται από «κουλτουριάρικες» ανησυχίες, οργανώνει θεατρικές ομάδες και παρακολουθεί ανελλιπώς ποιοτικό κινηματογράφο. Διαβάζει το περιοδικό «Αντί» και πρεσβεύει με συνέπεια τις αξίες της ανανεωτικής Αριστεράς, ενώ στα φοιτητικά της χρόνια πουλούσε εφημερίδες του Ρήγα. Αναπτύσσει κοινωνικές σχέσεις με τον μουσουλμανικό πληθυσμό της Ξάνθης, επόμενο σταθμό της εκπαιδευτικής καριέρας της, και διαμαρτύρεται για τον κοινωνικό αποκλεισμό των Πομάκων. Η ζωή της Ζωής ισοδυναμεί με μια διαρκή πολυσχιδή αναζήτηση, επώδυνες αναθεωρήσεις, συνεχή στοχαστική ενδοσκόπηση και έντιμο απολογισμό για τα πεπραγμένα. Είναι μια μυθιστορηματική ηρωίδα που μάχεται το προσωπικό πεπρωμένο της, χάνεται στους διαλογισμούς της [«απροσδιόριστη, χαοτική, σε μόνιμο πανικό∙ χαμένη», (σ. 187)], παλινδρομεί ενοχικά ανάμεσα στους ρόλους της δασκάλας και της ερωμένης, ανάμεσα στους αποχωρισμούς και τα ανταμώματα, την πίστη και την απιστία, την αισιοδοξία και την απελπισία, τις δυσκολίες του παρόντος και τους εφιάλτες που ξυπνούν από το παρελθόν, τα αισθήματα και τη λογική. Είναι μια γυναίκα που ομολογεί ότι διαρκώς χάνεται: «Χάθηκα, του είπε. Τώρα τελευταία χάνομαι διαρκώς» (σ. 14). Ενα ατύχημα θα την καταστήσει συναισθηματικά απαθή προκαλώντας την αναίτια και άδικη απομάκρυνσή της από τον Γιάννη. Κατά περίεργο και μοιραίο τρόπο οδηγεί στη συμφορά και στον θάνατο τους άνδρες με τους οποίους σχετίζεται και την αγαπούν («Δεν ήταν του κόσμου τούτου, έφερνε θάνατο στους άντρες της (…) φοβόταν να αγαπήσει για να μην προξενήσει κακό», σ. 249-250). Ωσπου η ίδια χάνεται μετά το τελευταίο ατύχημα που κόστισε τη ζωή στον Αγγελο, τον νέο της σύντροφο. Για να επανέλθει τελικά με έναν μυστηριώδη τρόπο χάρη στη σωτήρια παρέμβαση του Γιάννη που και αυτός θα χαθεί ύστερα από καιρό σε ένα υπερατλαντικό ταξίδι του. Η ίδια θα βρει τον δρόμο της στη συνέχιση των σπουδών της και στη συγγραφή.

Η ηρωίδα και η εποχή της

Η μυθιστορηματική δράση τοποθετείται στη δεκαετία του ’80 και εκτυλίσσεται στον προσφιλή και γνώριμο στον συγγραφέα γεωγραφικό χώρο της Βόρειας Ελλάδας∙ έναν χώρο με τη δική του μυθολογία, το δικό του ανθρωπογεωγραφικό και μυστηριακό χρωματολόγιο, τη δική του διαπολιτισμική συνομιλία με τον χρόνο: Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Αλεξανδρούπολη, Ορεστιάδα και Ξάνθη. Ευδιάκριτη είναι η δίσημη ανάγνωση του τίτλου: από τη μια η δύσκολη ζωή στη μεθοριακή επαρχία με τη μελαγχολία του χειμώνα, τις «χιονισμένες τηλεοράσεις» και τα «κακόφωνα ραδιόφωνα», από την άλλη, περιγράφεται το πλαίσιο μιας ζωής που ακροβατεί ανάμεσα στις βεβαιότητες και την αμφιβολία, στις ετοιμοπαράδοτες και τις αναζητούμενες αλήθειες, στην πιεστική κοινωνική σύμβαση και την ελεύθερη προαίρεση, στην άτεγκτα ορθολογική θεώρηση της ζωής και στις μαντείες της γριάς Μπάμπως στα Πομακοχώρια, στα παλιά ειωθότα και τη σεισμική ανακατάταξη της ζωής που σαλπίζει η νέα δεκαετία του ‘80. Αλλωστε, το εν λόγω βαθιά πολιτικό μυθιστόρημα του Γρηγοριάδη είναι και ένα πολιτικό και κοινωνικό πορτρέτο και ψυχογράφημα της δεκαετίας του ‘80 με την ανερχόμενη πολιτική δύναμη της Αλλαγής, με τις μεγάλες συγκεντρώσεις, τα πολύβουα κομματικά φεστιβάλ και τις ντίσκο, τη φεμινιστική χειραφέτηση και μαζί με όλα αυτά την αναδυόμενη κοινωνία του εύκολου πλουτισμού και των πελατειακών σχέσεων, του λαϊκισμού, των παχυλών επιδοτήσεων και της οικονομικής κακοδιαχείρισης.

Το σημειωματάριοτης Ζωής

Η τριτοπρόσωπη αφήγηση στα τρία πρώτα μέρη του βιβλίου υιοθετεί υποδειγματικά το πρότυπο της αντιστικτικής εναλλαγής παρόντος και παρελθόντος. Από το τέταρτο μέρος η Ζωή διαβάζει σε πρώτο πρόσωπο το σημειωματάριό της, για να εκχωρήσει τελικά τη σκυτάλη στον ομοδιηγητικό αφηγητή. Το σημειωματάριο της Ζωής είναι η θαυμαστή επινόηση του Γρηγοριάδη που συμπηγνύει το θεματικό κέντρο της αφήγησης. Διακριτά χωρισμένο από το υπόλοιπο σώμα του κειμένου, λειτουργεί ως περιεκτικό ερμηνευτικό υπόμνημα στην ηθοποιία και την παθοποιία της υπόθεσης. Είναι η οχύρωση της ευάλωτης ηρωίδας απέναντι στις πνιγηρές και ασφυκτικές μεταβολές και ανασφάλειες που φέρνει η μεταβατική εποχή της «όπου στραγγαλίζονταν οι ιδέες και οι σχέσεις» (σελ. 188). Εδώ αποταμιεύεται η αξιολόγηση όσων έγιναν ή λέχθηκαν και από εδώ εκταμιεύεται η αναγκαία εμπειρία για τη συνέχεια. Το σημειωματάριο είναι εν πολλοίς η κοινωνική και πολιτική αυτοκριτική μιας ολόκληρης γενιάς, της γενιάς των Ρηγάδων. Το μυθιστόρημα έχει ως έμψυχο υπόβαθρο τα παιδιά που ενηλικιώθηκαν και σπούδασαν μετά τη χούντα. Είναι η γενιά που συνήθιζε να ανάγει τα πάντα στη σφαίρα της θεωρίας δομώντας και αποδομώντας τα πράγματα με εκλεκτικότητα και λογιοσύνη. Η γενιά που ανδρώθηκε σε ένα περιβάλλον έντονης αμφισβήτησης, ζωηρής πολιτικοποίησης με ευρύτερες ευρωπαϊκές επιρροές, κοινωνικής και διαπροσωπικής απελευθέρωσης. Η γενιά που μίλησε με όρους συλλογικότητας σε μια εποχή που η ιδιωτική πολιτεία του καθενός ισοδυναμούσε και με πολιτικό και ιδεολογικό ερμήνευμα, καθώς τα πάντα εκλαμβάνονταν ως πολιτικά (επι)φαινόμενα, έως και ο τρόπος που μιλούσε κανείς ή και η μάρκα ακόμα των τσιγάρων του. Μια γενιά επίσης, αν κρίνουμε από τη Ζωή, που μέσω της «διανοουμενίστικης» και εν μέρει δονκιχωτικής θέασης της ζωής επέβαλε στην εποχή της την ιδεολογική της υπεροχή προκρίνοντας πολλές φορές την καλαισθησία και τον θεωρητικό προβληματισμό έναντι της λογικής του εφικτού. Μια γενιά που εν πολλοίς έθεσε σε δεύτερη μοίρα τις υπαρξιακές της αγωνίες έναντι των πολιτικών αγώνων ή τις συνέπλεξε μοιραία με αυτούς. Μια γενιά που πάλεψε να αυτοκαθοριστεί με κριτήριο τις δικές της ιδέες και ελευθερίες, τη δική της κοινωνική και πολιτική συνείδηση.

Με όρους εκλεκτικής συγγένειας

Διαβάζοντας τη «Ζωή μεθόρια» ένιωθα τους παλμούς μιας διακειμενικής συνομιλίας με την «Eroica» του Κοσμά Πολίτη. Το κείμενο του Πολίτη είναι το χρονικό της επώδυνης ενηλικίωσης μιας παρέας εφήβων που πρόωρα γεύονται την εμπειρία του έρωτα, του ηρωισμού και του θανάτου, που πρόωρα συνειδητοποιούν τις αξίες της ιδανικής αγάπης και της αγνής ηρωικής συμπεριφοράς αλλά και που πρόωρα θα τοποθετήσουν δίπλα στο όνειρο την πραγματικότητα, δίπλα στην ελπίδα τη διάψευση και δίπλα στον ιδανικό έρωτα το ανέφικτο και την απώλεια. Μιλώντας με όρους εκλεκτικής συγγένειας, ίσως δεν είναι άτοπο να πούμε ότι το νέο μυθιστόρημα του Θεόδωρου Γρηγοριάδη είναι η «Eroica» των Ρηγάδων. Η «Eroica» μιας γενιάς που βιώνει το κλείσιμο του κύκλου της και αναγκάζεται να προσαρμοστεί βίαια και επώδυνα στα δεδομένα μιας νέας εποχής αναπολώντας νοσταλγικά τη θεωρητική τύρβη του επαναστατικού της αυτοκαθορισμού.