Καθώς ο «Κεραυνός», μια μηχανότρατα η οποία θεωρείται από τα πιο γνωστά σκάφη στον κόσμο που χρησιμοποιείται σε λαθραλιεία, άρχισε να πλέει περίπου διακόσια μίλια νοτίως της Νιγηρίας, τρεις άνδρες ανέβηκαν προσπαθώντας να συλλέξουν αποδείξεις των εγκλημάτων.

Στις σκηνές που καταγράφηκαν από τις κάμερες που ήταν τοποθετημένες στα κράνη τους, μπορεί κάποιος να τους παρακολουθήσει να ψάχνουν τα πάντα μέσα σε 37 λεπτά: τα ημερολόγια του καπετάνιου, έναν προσωπικό υπολογιστή, χάρτες και ένα ψάρι 70 κιλών. Το βίντεο δείχνει τον χώρο όπου φυλάσσεται η ψαριά μισογεμάτο και το μηχανοστάσιο του πλοίου γεμάτο νερά. «Δεν υπάρχει τρόπος να αποφύγουμε τη βύθισή του» μεταδίδουν μέσω του ασυρμάτου οι άνδρες στο πλοίο «Μπομπ Μπάρκερ», που βρίσκεται εκεί κοντά. Λίγα λεπτά αφότου αποβιβάστηκαν, ο «Κεραυνός» χάθηκε στα νερά. Αυτό ήταν ένα αναπάντεχο τέλος σε ένα τρελό κυνηγητό. Επί 110 ημέρες και για περισσότερα από 10.000 ναυτικά μίλια σε δύο θάλασσες και τρεις ωκεανούς το «Μπομπ Μπάρκερ» και ένα συνοδευτικό πλοίο, τα οποία χειρίζεται η περιβαλλοντική οργάνωση Sea Shepherd, ακολουθούσαν τη μηχανότρατα. Οι τρεις καπετάνιοι βρέθηκαν τόσο κοντά ώστε να βλέπει ο ένας την καύτρα του άλλου στο κατάστρωμα. Σε ένα επικό παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, τα πλοία πέρασαν μέσα από τεράστια παγόβουνα, άντεξαν έναν κυκλώνα, αντιμετώπισαν συγκρούσεις μεταξύ των πληρωμάτων και σχεδόν συγκρούστηκαν, σε αυτό που εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη καταδίωξη παράνομου αλιευτικού σκάφους στην ιστορία. Η περιβαλλοντική οργάνωση αποφάσισε να κάνει εκείνο που δεν έκαναν οι κυβερνήσεις. Εντόπισε το 60μετρο πλοίο στα παγωμένα νερά της Ανταρκτικής και το ακολούθησε σε κάθε λιμάνι που προσπαθούσε να προσεγγίσει, ενημερώνοντας τις Αρχές ώστε να μην μπορεί να ανεφοδιασθεί. «Οι λαθραλιείς διαπρέπουν μένοντας στο σκοτάδι» λέει ο Πίτερ Χάμαρστεντ, καπετάνιος του «Μπομπ Μπάρκερ». «Στόχος μας ήταν να ρίξουμε πάνω τους έναν προβολέα από τον οποίο δεν θα μπορούσαν να ξεφύγουν». Το κυνήγι του «Κεραυνού», μέχρι τη βύθισή του τον Απρίλιο, καταγεγραμμένο από συνομιλίες ασυρμάτου, συνεντεύξεις, ναυτικά στοιχεία και περιγραφές των επιβαινόντων στα πλοία «Μπομπ Μπάρκερ» και «Σαμ Σάιμον», δείχνει ότι στην καρδιά των ωκεανών, όπου οι νόμοι είναι αδύναμοι και δεν υπάρχει επιτήρηση, ανθεί η εγκληματικότητα.

Τεράστια κέρδη

Η παράνομη αλιεία αποτελεί μια παγκόσμια επιχείρηση αξίας ετησίως άνω των 10 δισ. δολαρίων που βασίζεται στην πρόοδο της τεχνολογίας, η οποία επιτρέπει στα αλιευτικά να οργώνουν τους ωκεανούς με μεγαλύτερη δυναμικότητα. Οι χώρες περιπολούν μόνο κοντά στις ακτές τους και όπως λένε οι οικολόγοι, που χρησιμοποίησαν όλα τα μέσα στο κυνήγι του «Κεραυνού», «μόνο ένας πειρατής μπορεί να πιάσει έναν πειρατή». Στόχος της οργάνωσης ήταν να δείξει ότι οι παραβάτες του νόμου μπορεί να βρεθούν ενώπιον της Δικαιοσύνης. Βέβαια κάποιοι δικηγόροι αμφισβητούν τη δικαιοδοσία της οργάνωσης, η Ιντερπόλ όμως τους συνεχάρη.

Στον «Κεραυνό» είχε επιβληθεί απαγόρευση να αλιεύει από το 2006, αλλά τα τελευταία χρόνια είχε εντοπισθεί επανειλημμένως να το πράττει. Σύμφωνα με τα στοιχεία, την τελευταία δεκαετία ο ιδιοκτήτης του κέρδισε 76 εκατ. δολάρια από παράνομες πωλήσεις, περισσότερα από οποιοδήποτε άλλο πλοίο. Αλίευε κυρίως ένα είδος μπακαλιάρου που είναι γνωστός ως λευκός χρυσός επειδή το φιλέτο του πωλείται άνω των 30 δολαρίων το πιάτο σε πολυτελή εστιατόρια στις ΗΠΑ. Το γεγονός ότι το πλοίο κατεζητείτο δεν αποτελούσε εμπόδιο για το πλήρωμα. Κρατούσαν κλειστό τον μηχανισμό εντοπισμού του, ψάρευαν και μετά έμπαιναν και έβγαιναν από τα λιμάνια όπου ξεφόρτωναν χωρίς να εντοπισθούν. Το όνομα του πλοίου που άλλαξε τουλάχιστον έξι φορές δεν ήταν βαμμένο πάνω στο σκαρί αλλά σε μια μεταλλική πινακίδα στην πρύμνη. Τον Μάρτιο ο «Κεραυνός» διαγράφηκε από τα νηολογικά αρχεία της Νιγηρίας και αυτό σημαίνει ότι λιμενικές Αρχές από οποιαδήποτε χώρα μπορούσαν να το σταματήσουν και να συλλάβουν το πλήρωμα.

Με φόντο τα παγόβουνα

Οι οικολόγοι εντόπισαν τον «Κεραυνό» μόλις τη δεύτερη ημέρα της αναζήτησής τους τον περασμένο Δεκέμβριο. Επλεε αργά, με έξι κόμβους, στα νερά της Ανταρκτικής και πήγαινε αντίθετα στο ρεύμα επιπλεόντων παγόβουνων, κάποια από τα οποία είχαν το μέγεθος πολυκατοικίας. Ο καπετάνιος Χάμαρστεντ πλησίασε στα 150 μέτρα, τράβηξε φωτογραφίες και κάλεσε στον ασύρματο τους αξιωματικούς του «Κεραυνού» –οι περισσότεροι ήταν Ισπανοί και Χιλιανοί, ενώ οι ναύτες ήταν Ινδονήσιοι. Τους ζήτησε να σταματήσουν διότι είναι παράνομοι. Η απάντηση ήταν: «Οχι, όχι, όχι. Δεν έχετε δικαιοδοσία να μας συλλάβετε. Οβερ». Το πλοίο διπλασίασε την ταχύτητά του σε αυτά τα εντελώς αφιλόξενα νερά, από τα οποία κάποιος χρειάζεται ταξίδι δύο εβδομάδων για να φθάσει στο κοντινότερο μεγάλο λιμάνι. Το άλλο πλοίο των οικολόγων, το «Σαμ Σάιμον» ανέλαβε να μαζέψει τα 72 χιλιόμετρα των παράνομων διχτυών που είχε αφήσει πίσω ο «Κεραυνός», δουλειά εξαιρετικά επικίνδυνη. Τα δίχτυα ήταν γεμάτα νεκρά ψάρια. Πολλά από τα μέλη του πληρώματος, οι περισσότεροι χορτοφάγοι, έκλαιγαν ή έκαναν εμετό. Λίγο αργότερα το σκάφος κατάφερε την τελευταία στιγμή να αποφύγει την πρόσκρουση σε ένα τεράστιο παγόβουνο. Η εταιρεία που χειρίζεται τον «Κεραυνό» έχει έδρα τον Παναμά, αλλά οι πραγματικοί ιδιοκτήτες του αποτελούν μυστήριο. Μετά τον εντοπισμό του στην Ανταρκτική, το πλοίο κινήθηκε βόρεια στον Ινδικό Ωκεανό, μέσα από καταιγίδες που προκαλούσαν κύματα ύψους 30 μέτρων. Ο 30χρονος σουηδός καπετάνιος του «Μπομπ Μπάρκερ» έχοντας πίσω του μια δεκαετία στον περιορισμό των παράνομων φαλαινοθηρικών, είχε αντιμετωπίσει και στο παρελθόν τέτοιες συνθήκες και έδειχνε αποφασισμένος να συνεχίσει το κυνήγι. Παρ’ όλα αυτά, η κατάσταση ήταν ιδιαίτερα δύσκολη και το πλήρωμα πάθαινε συχνά ναυτία. «Ηταν σαν να εργαζόσουν σε ένα ασανσέρ που ξαφνικά έπεφτε και ανέβαινε έξι ορόφους κάθε δέκα δευτερόλεπτα» περιγράφει ένας ναύτης.

Η μάχη για τα δίχτυα

Ο καιρός ηρέμησε και στις 7 Φεβρουαρίου ο «Κεραυνός» προσπάθησε να ρίξει εκ νέου δίχτυα. Ο καπετάνιος Χάμαρστεντ προσπάθησε να του κλείσει τον δρόμο και τότε ο «Κεραυνός» άρχισε να κατευθύνεται προς το «Μπομπ Μπάρκερ». Η σύγκρουση αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή. Την επομένη οι λαθραλιείς έριξαν τα δίχτυα και οι οικολόγοι άρχισαν να κόβουν τις σημαδούρες, με αποτέλεσμα τα δίχτυα να βυθίζονται. Ο χιλιανός καπετάνιος Κατάλντο του «Κεραυνού» ούρλιαξε από τον ασύρματο: «Είναι δικά μας. Είστε παράνομοι. Ερχόμαστε να τα πάρουμε. Εσείς αρχίσατε αυτό τον πόλεμο». «Είναι πειστήρια εγκλήματος και τα κρατάμε» απάντησε ο Χάμαρστεντ. Η αντίστροφη καταδίωξη διήρκεσε τρεις ώρες χωρίς αποτέλεσμα, ενώ οι οικολόγοι χαίρονταν που ο «Κεραυνός» σπαταλούσε καύσιμα.

Επειτα από κυνήγι δύο μηνών και ενώ οι λαθροθήρες είχαν φτάσει πια περίπου 650 χλμ. νοτιοανατολικά της Νότιας Αφρικής, ο «Κεραυνός» σταμάτησε δείχνοντας ότι είχε καταναλώσει το μεγαλύτερο μέρος των καυσίμων του. Οι οικολόγοι άρπαξαν την ευκαιρία και έβαλαν πέντε μέλη τους σε μια βενζινάκατο. Μετέφεραν πλαστικά μπουκάλια που περιείχαν ένα μήνυμα στα ινδονησιακά, για το πλήρωμα: «Δεν θα σας βάλουμε σε μπελάδες. Ελάτε να συνεργαστούμε». Πλησίασαν τον «Κεραυνό» και τα πέταξαν στο κατάστρωμα. Αμέσως εμφανίσθηκε ένας τύπος με καλυμμένο πρόσωπο και άρχισε να τους πετά αλυσίδες και βαριά αντικείμενα, αναγκάζοντάς τους να απομακρυνθούν.

«Βοήθεια, βυθιζόμαστε»

Το σήμα κινδύνου ήρθε στις 6.39 π.μ. «Χρειαζόμαστε βοήθεια» ακούστηκε ο καπετάνιος του «Κεραυνού» από τον ασύρματο. «Βυθιζόμαστε. Συγκρουστήκαμε με φορτηγό πλοίο. Βοήθεια». Το πλήρωμα μπήκε σε βάρκες για να μεταφερθεί στο «Σαμ Σάιμον», ενώ ο «Κεραυνός» άρχισε να βυθίζεται. Ομάδα τριών οικολόγων έσπευσε να ανέβει στο βυθιζόμενο πλοίο για να μαζέψει στοιχεία. Το κοντινότερο λιμάνι ήταν το Σάο Τομέ, όπου οι αξιωματικοί του «Κεραυνού» συνελήφθηκαν. Τώρα πολλές κυβερνήσεις τούς απαγγέλλουν κατηγορίες. Τα μέλη της οικολογικής οργάνωσης δεν είδαν κανένα άλλο πλοίο στην περιοχή και αμφισβητούν το σενάριο της σύγκρουσης. Πιστεύουν ότι ο «Κεραυνός» βυθίστηκε επίτηδες για να μη βρεθούν αποδείξεις. Ισως γι’ αυτό ο καπετάνιος Κατάλντο την ώρα που έβλεπε τον «Κεραυνό» να βυθίζεται σήκωσε τη γροθιά του και πανηγύρισε.

Η καταστροφή και η αδιαφορία

Εκείνοι που παραβιάζουν (σε μεγάλη κλίμακα) τις απαγορεύσεις αλιείας αποτελούν τον κύριο λόγο για την καταστροφή των τόπων αλιείας και για τον αφανισμό του 90% των μεγάλων ψαριών όπως οι τόνοι και οι ξιφίες. Η Ιντερπόλ είχε περιλάβει τον «Κεραυνό» στη λίστα με τα τέσσερα πιο καταζητούμενα πλοία στον κόσμο, όμως καμία κυβέρνηση δεν αποφάσιζε να αφιερώσει προσωπικό και εκατομμύρια δολάρια για να τον κυνηγήσει.