Η Ευρώπη, για άλλη μια φορά σε μια στιγμή κρίσης, αντιμετωπίζει το δίλημμα του πώς να αντιμετωπίσει τη γερμανική δύναμη. Το Γερμανικό Ζήτημα έχει επιστρέψει.

Υπάρχει, σε διαφορετικές μορφές, από το 1945, εκείνη τη στιγμή την οποία οι Γερμανοί αποκαλούν «Stunde nul» – Ωρα μηδέν. Πώς να ανοικοδομήσεις μια χώρα ενώ διατηρείται κάτω από την αμερικανική εποπτεία; Πώς να εξασφαλίσει ότι παραμένει πολιτικά πυγμαίος ενώ έχει αναπτυχθεί από τα ερείπια για να γίνει οικονομικός τιτάνας; Να επανενωθεί και πώς μέσα στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης; Πώς να ενσωματωθεί τόσο πολύ στην Ευρώπη, ώστε ποτέ ξανά να μην αποπειραθεί να ακολουθήσει το μονοπάτι του πολέμου, το Sonderweg;

Τις αρχές του 21ου αιώνα αυτά τα θέματα είχαν επιλυθεί. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν βοηθήσει στη σύσταση της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας και είχαν εγγυηθεί την ασφάλειά της. Η Ευρωπαϊκή Ενωση είχε εκτονώσει τη γαλλογερμανική εχθρότητα, αυτή τη διαρκή πληγή της Ευρώπης –μια σιωπηρή συνεννόηση έδωσε στη Γαλλία την πολιτική πρωτοκαθεδρία παρότι η Γερμανία είχε την οικονομική ισχύ.

Η γερμανική ενοποίηση είχε επιτευχθεί χωρίς τη γερμανική ουδετερότητα σε μια στιγμή ρωσικής αδυναμίας και αμερικανικής επιτηδειότητας. Ενα κοινό νόμισμα, το ευρώ, υιοθετήθηκε υποχρεώνοντας τη Γερμανία να εγκαταλείψει το μάρκο, το σύμβολο της ανάκαμψης, και να συνδέσει το μέλλον της χώρας ανεπιστρεπτί με το μέλλον της Ευρώπης. Μια ενιαία Γερμανία, αγκυροβολημένη στη Δύση, με αδιαμφισβήτητα σύνορα μέσα σε μια ελεύθερη Ευρώπη.

Ολα έγιναν. Η Αμερική μπορούσε πλέον να απαλλαγεί από το ευρωπαϊκό βάρος. Ομως το ευρώ αποδείχθηκε ένα δηλητηριασμένο δισκοπότηρο. Σχεδιασμένο για να δέσει τη Γερμανία στην Ευρώπη, είχε ως αποτέλεσμα το αντίθετο, δηλαδή να δέσει τις πιο αδύναμες ευρωπαϊκές χώρες στη Γερμανία, σε μια εξέλιξη που για κάποιους, κυρίως την Ελλάδα, αποδείχθηκε ιδιαίτερα δύσκολη. Ενίσχυσε τη γερμανική οικονομική κυριαρχία καθώς η εξαγωγική μηχανή του Βερολίνου δούλευε στο φουλ. Συνέδεσε τις χώρες της πιο χαλαρής μεσογειακής κουλτούρας με τις γερμανικές διδαχές της πειθαρχίας, της προβλεψιμότητας και της λιτότητας. Οδήγησε σε μεγάλη πίεση για παραχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων –διότι μια νομισματική ένωση χωρίς πολιτική ένωση είναι προβληματική –που με τη σειρά της είχε ως αποτέλεσμα να ενισχυθεί η γερμανική δύναμη.

Ετσι φθάσαμε σε εκείνο που ανησυχεί πολλούς. Η Γερμανία κυριαρχεί στην Ευρώπη σε βαθμό που κανείς δεν μπορούσε καν να διανοηθεί πριν από 15 χρόνια. Και απ’ ό,τι φαίνεται, το Βερολίνο θέλει να χρησιμοποιήσει τη δύναμη. Ομως η κυριαρχία αυτή προκαλεί αντιδράσεις, σε μεγάλη κλίμακα στην Ελλάδα, στη Γαλλία, στην Ιταλία και σε άλλες χώρες με υψηλή ανεργία και οικονομική στασιμότητα, όπου το γερμανικό παρελθόν δεν έχει ξεχαστεί έπειτα από επτά δεκαετίες.

Ε, λοιπόν, ναι. Το Γερμανικό Ζήτημα είναι και πάλι εδώ. Είναι η γερμανική κυριαρχία συμβατή με περαιτέρω ευρωπαϊκή ενοποίηση ή θα αποδειχθεί φυγόκεντρος δύναμη;

Η Μέρκελ έχει προσπαθήσει να διατηρήσει μια λεπτή γραμμή μεταξύ του θυμού για την Ελλάδα μέσα στο κόμμα της και της αποφασιστικότητάς της να διατηρήσει το ευρώ και την Ευρώπη ενωμένα. Αντιδρά στις πολλές φωνές που ακούγονται στη Γερμανία: «Ας αφήσουμε επιτέλους την Ελλάδα να φύγει. Αρκετά!» Ομως, γενικά και παρά τη συμφωνία για τη διάσωση της Ελλάδας στις πρόσφατες μαραθώνιες διαπραγματεύσεις, κάνει λάθος δίνοντας διαρκώς μαθήματα αυστηρότητας, λιτότητας και υπευθυνότητας. Οι γερμανικές μέθοδοι είναι καλές για τους Γερμανούς. Ομως, εάν το Βερολίνο τώρα θέλει όλους τους Ευρωπαίους να ακολουθήσουν αυτές τις μεθόδους, η Ευρώπη που προσέφερε μεταπολεμικά στη Γερμανία τον δρόμο της διάσωσης θα διαλυθεί.

Η Γαλλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες

Αλλες δύο εξελίξεις οδήγησαν τη Γερμανία στον νέο ηγετικό ρόλο στην Ευρώπη που η Ιστορία μάς έχει διδάξει να μην εμπιστευόμαστε. Η Γαλλία έγινε πιο αδύναμη. Η πανίσχυρη προεδρία του Ντε Γκολ γνώρισε λιγότερο σημαντικούς συνεχιστές. Τίποτα δεν μπορεί να κρύψει ότι η γαλλογερμανική συμμαχία δεν είναι μεταξύ ίσων. Η Ευρώπη έχει έναν αριθμό τηλεφώνου –της Ανγκελα Μέρκελ.

Η δεύτερη εξέλιξη ήταν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφάσισαν πως έφτασε η ώρα να αφήσουν την Ευρώπη στους Ευρωπαίους. Σε θέματα πολέμου και ειρήνης –όπως η προσάρτηση της Κριμαίας από τον ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πόυτιν και το ξέσπασμα ενός μικρού πολέμου στην Ανατολική Ουκρανία –η Ουάσιγκτον δεν πήρε καν μέρος στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις στο Μινσκ. Η Γερμανία φυσικά ήταν εκεί. Και αυτό δείχνει πόσο έχουν αλλάξει οι καιροί.