Παρά τους πρωτοσέλιδους τίτλους, η βασική πρόκληση που αντιμετωπίζει η Ευρώπη σήμερα δεν είναι η Ελλάδα. Το πραγματικό ερώτημα είναι τι είδους Ευρωπαϊκή Ενωση θέλουν οι πιστωτές της Ελλάδας: μια «μικρή» Ευρώπη, η οποία θα περιλαμβάνει μόνο τις χώρες που μπορούν να ζήσουν με τα δικά της στάνταρ, ή μια «μεγάλη» που τηρεί την εντολή του Συμφώνου της Ρώμης για «πιο στενή ένωση»;

Ο γερμανός καγκελάριος Οτο φον Μπίσμαρκ ήρθε αντιμέτωπος με ένα παρόμοιο δίλημμα όταν ηγήθηκε της γερμανικής ενοποίησης τον 19ο αιώνα. Τον Μπίσμαρκ τον μνημονεύουμε κυρίως για την προσήλωσή του στη ρεάλπολιτικ (την άποψη, όπως το έθεσε ο λόρδος Πάλμερστον, ότι «τα έθνη δεν έχουν μόνιμους φίλους ή συμμάχους, έχουν μόνο μόνιμα συμφέροντα»). Ο ίδιος έπρεπε να αποφασίσει εάν η ενωμένη Γερμανία θα ήταν μικρή ή μεγάλη –αν, δηλαδή, θα περιελάμβανε και την Αυστρία ή μόνο την Πρωσία. Χρειάστηκαν δύο πόλεμοι, εναντίον της Αυστρίας και της Γαλλίας, για να επικρατήσει τελικά η λύση της «μικρής» Γερμανίας.

Κάποιοι κατηγορούν τον Μπίσμαρκ για τη διολίσθηση της Γερμανίας στον φασισμό κατά τον 20ό αιώνα. Αυτή είναι η επέκταση. Με αυτό που έκανε, απέδειξε πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί μια κρίση για να πετύχει κανείς το αποτέλεσμα που επιθυμεί –μια πρακτική που οι ευρωπαίοι πιστωτές φαίνεται να αντιγράφουν σήμερα. Πράγματι, επιλέγοντας τη «μικρή» Ευρώπη επιβεβαιώνουν, χρησιμοποιώντας τη ρεαλιστική λογική της ρεάλπολιτικ, ότι ο δρόμος προς την ολοκλήρωση της Ευρώπης περνάει μέσα από τις κρίσεις που συναντά στο διάβα της.

Ακολουθώντας το παράδειγμα του Μπίσμαρκ, οι πιστωτές φαίνεται να πιστεύουν ότι οι κρίσεις είναι ένα αποδεκτό τίμημα για ένα πιο σταθερό μέλλον. Φαίνεται να μην αναγνωρίζουν όμως ότι με αυτή την προσέγγιση θυσιάζουν τις θεμελιώδεις αρχές της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θεμελιώθηκε πάνω στο ιδανικό μιας ενωμένης Ευρώπης που συνεργάζεται για τη διατήρηση της ειρήνης, την παραγωγή ευμάρειας και την προώθηση της δημοκρατίας. Αρχικά, η συνεργασία επικεντρώθηκε στη δημιουργία μιας κοινής αγοράς, με τους ευρωπαίους τεχνοκράτες να προωθούν υπό την ηγεσία τού τότε προέδρου της Κομισιόν Ζακ Ντελόρ την ιδέα του κοινού νομίσματος παρά τις βαθύτατες δομικές διαφορές. Η λογική τους ήταν ότι η πολιτική ολοκλήρωση θα ακολουθούσε.

Αλλά δεν συνέβη αυτό. Το πρόβλημα αυτής της λογικής ήταν ότι το κάρο είχε μπει μπροστά από το άλογο. Οι σοβαρότατες συνέπειες αποτυπώθηκαν στην κρίση της ευρωζώνης. Αλλά οι τεχνοκράτες είναι και πάλι εδώ για να ταχθούν υπέρ μιας δημοσιονομικής ένωσης προς υποστήριξη της νομισματικής ένωσης. Η πολιτική ένωση, πάντως, εξακολουθεί να μη φαίνεται πουθενά.

Ισως οι ευρωπαίοι ηγέτες να πιστεύουν ότι η πολιτική ολοκλήρωση θα γίνει κάποια στιγμή. Αλλά ακόμη και αν γίνει, μια πολιτική ένωση που προκύπτει από την απελπισία είναι πολύ διαφορετική από μια πολιτική ένωση που θα γίνει με σχέδιο και θα βασίζεται στις κοινές αξίες και τους κοινούς στόχους που απορρέουν από το Σύμφωνο της Ρώμης. Στο μεταξύ, εξάλλου, μια δημοσιονομική ένωση χωρίς πολιτική ένωση θα είναι ένας αντιδημοκρατικός εφιάλτης.

Εμφύλιος. Το πρόβλημα είναι ότι αντί να εργαστούν από κοινού για να χτίσουν το κοινό τους μέλλον, οι πιστωτές και οι οφειλέτες της Ευρώπης στράφηκαν ο ένας εναντίον του άλλου. Οι διαπραγματεύσεις για τη συνεχιζόμενη ελληνική κρίση είναι σαν να διεξάγονται ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Αργεντινή –χώρες που δεν πολεμούν μεταξύ τους, αλλά πάντως έχουν χαλαρούς δεσμούς και κανένα κοινό μέλλον -, παρά από χώρες της ΕΕ που προσβλέπουν σε μια διαρκή αλληλεγγύη. Οι αναλύσεις και των δύο πλευρών βασίζονται αποκλειστικά στα συμφέροντά τους, ενώ δεν λαμβάνεται υπόψη τι μπορεί να σημαίνει η κρίση για το κοινό μέλλον.

Αντί, όμως, να συνεχίζουν να προωθούν τις προσωπικές τους ατζέντες, τα μέλη της ΕΕ –πιστωτές και οφειλέτες –θα έπρεπε να αρπάξουν την ευκαιρία που τους προσφέρει η ελληνική κρίση για να διαπιστώσουν εάν η διαδικασία ολοκλήρωσης ακολουθεί τη σωστή πορεία. Εάν το κάνουν, θα διαπιστώσουν πιθανότατα ότι η πορεία είναι λάθος.

Η πρόωρη υιοθέτηση ενός κοινού νομίσματος χωρίς την απαιτούμενη πολιτική ολοκλήρωση προκαλεί ένταση και αστάθεια. Κι ο λόγος είναι ότι δεν λήφθηκαν υπόψη οι τεράστιες διαφορές στις οικονομικές δομές και επιδόσεις των κρατών-μελών. Οι χώρες της ΕΕ χωρίστηκαν σε «καλές» και «κακές», με αυτές τις τελευταίες να υποχρεώνονται σε προγράμματα λιτότητας που καθιστούν την οικονομική τους ανάταξη κάθε άλλο παρά πιθανή.

Σε αυτό το πλαίσιο είναι ίσως κατανοητό ότι οι πιστωτές προωθούν όλο και περισσότερο την ιδέα μιας «μικρής» Ευρώπης, η οποία θα περιλαμβάνει μόνο τις χώρες που μπορούν να ακολουθήσουν τα υψηλά στάνταρ. Αλλά κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε ένα ισχυρότερο ευρώ και μια ισχυρότερη ΕΕ με ένα πολύ υψηλό κόστος, καθώς θα ανάγκαζε κάποιες χώρες να εγκαταλείψουν τις δημοκρατικές τους αρχές. Παράλληλα, οι αποκλεισμένες χώρες θα υποχρεώνονταν να ακολουθήσουν ανταγωνιστικές οικονομικές πολιτικές. Το όνειρο της κοινής ευμάρειας στην Ευρώπη θα πέθαινε.

H Katharina Pistor είναι καθηγήτρια Νομικής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια