Προτού ακόμη ολοκληρωθεί η διαπραγμάτευση του έλληνα Πρωθυπουργού με τους ευρωπαίους ηγέτες ένας καινούργιος –και παράδοξα παρόμοιος –κύκλος διαπραγματεύσεων ξεκινάει στην Ευρώπη. Αυτή τη φορά μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του ηγέτη του Ηνωμένου Βασιλείου.

Ο εκλογικός θρίαμβος του Ντέιβιντ Κάμερον στις 7 Μαΐου έφερε τη Βρετανία ένα βήμα πιο κοντά στην έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Κύρια δέσμευση του Συντηρητικού Κόμματος προεκλογικά ήταν η επαναδιαπραγμάτευση της σχέσης της χώρας με την ΕΕ και η διεξαγωγή δημοψηφίσματος μέχρι το 2017 που θα κρίνει την οριστική παραμονή ή την έξοδο. Η καθαρή νίκη έδωσε ισχυρή νομιμοποίηση στον Κάμερον να διαπραγματευθεί με τους Ευρωπαίους για μεταρρυθμίσεις στη δομή και στη λειτουργία της ΕΕ. Εάν αυτές στεφθούν με επιτυχία, έχει δηλώσει ότι ο ίδιος θα υποστηρίξει την παραμονή της χώρας στην ΕΕ στο επικείμενο δημοψήφισμα.

Ποιες ακριβώς μεταρρυθμίσεις, όμως, ζητεί ο Κάμερον από τους Ευρωπαίους; Και γιατί μια χώρα που έχει αποφύγει επιτυχώς τα δομικά προβλήματα της ευρωζώνης και την παρατεταμένη οικονομική κρίση ρισκάρει την έξοδο από μια οικονομικά επωφελή για την ίδια Ενωση;

Η πρώτη κατηγορία των απαιτήσεων αφορά τη δυνατότητα των χωρών εκτός ευρωζώνης, και κυρίως της Βρετανίας, να μη συμμετέχουν σε περαιτέρω πολιτική και οικονομική ενοποίηση και παραχώρηση εξουσιών στις Βρυξέλλες. Ο Κάμερον ζητεί να δοθεί στα εθνικά Κοινοβούλια η δυνατότητα να μπλοκάρουν ευρωπαϊκές νομοθεσίες αλλά και να αφαιρεθούν από τις ευρωπαϊκές συνθήκες οι αναφορές σε «διαρκώς στενότερη ένωση των λαών της Ευρώπης». Το πρώτο είναι εφικτό, αλλά το δεύτερο απαιτεί χρονοβόρα και δύσκολη αλλαγή των συνθηκών και είναι περισσότερο συμβολικό παρά ουσιαστικό.

Στην πράξη, η Δεξιά στη Βρετανία κατανοεί την ανάγκη για μεγαλύτερη δημοσιονομική ενοποίηση εντός της ζώνης του ευρώ, αλλά είναι αρνητική απέναντι σε μια μορφή Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης που θα περικλείει και τις χώρες εκτός του κοινού νομίσματος.

Η δεύτερη κατηγορία απαιτήσεων αφορά την επέκταση της κοινής ευρωπαϊκής αγοράς στον κλάδο των υπηρεσιών και τη μείωση υπερβολικών ρυθμίσεων και κανονισμών στις επιχειρήσεις από την ΕΕ. Το πρώτο στοχεύει στην ισχυροποίηση του Σίτι του Λονδίνου ως χρηματοοικονομικού κέντρου της Ευρώπης ενώ το δεύτερο αντανακλά την παραδοσιακή δυσπιστία του Συντηρητικού Κόμματος ως προς τη ρύθμιση της ελεύθερης αγοράς και τους κανονισμούς της ΕΕ.

Η τρίτη και σημαντικότερη κατηγορία αιτιάσεων αφορά τη μετανάστευση. Ο Κάμερον θα ζητήσει περιορισμό στα δικαιώματα των ευρωπαίων μεταναστών να διεκδικούν κοινωνικά επιδόματα και θα απαιτήσει να μην επιτρέπεται σε πολίτες μελλοντικών νέων μελών (βλ. Σερβία) να έχουν αυτόματα το δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης μέσα στην ΕΕ. Ο Κάμερον αντιλήφθηκε γρήγορα, μεταξύ άλλων από την άνοδο του UK Independence Party (UKIP) και τις έρευνες κοινής γνώμης, ότι ο μέσος βρετανός ψηφοφόρος δεν ανησυχεί τόσο για τη γενικότερη πορεία της ΕΕ όσο για την αυξανόμενη εισροή φθηνού εργατικού δυναμικού προερχόμενου από τα φτωχά κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης (κυρίως από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία). Αυτή η ανησυχία είναι και ο κύριος λόγος της γενικότερης ανόδου των ευρωσκεπτικιστών στις πλούσιες χώρες της Βόρειας Ευρώπης.

Αυτά τα αιτήματα, στην πλειονότητά τους, μπορούν να βρουν υποστηρικτές ανάμεσα στους ηγέτες των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών. Το γεγονός αυτό κάνει τη μέχρι τώρα αδυναμία συμφωνίας και την έλλειψη συμμάχων του Κάμερον στην Ευρώπη να φαντάζει ιδιαίτερα παράδοξη. Το πρόβλημα πηγάζει από την ευρωσκεπτικιστική πτέρυγα του Συντηρητικού Κόμματος και τις υπέρμετρες απαιτήσεις του για φρένο στην ελεύθερη μετακίνηση πολιτών και για απόρριψη των ευρωπαϊκών συνθηκών, που οδηγούν τη Βρετανία σε de facto ρήξη με την Ευρώπη.

Κινήσεις εσωτερικής κατανάλωσης από τον Κάμερον, για να κάνει φθηνή επίδειξη «αντιευρωπαϊκών» αισθημάτων στο κόμμα του, καταρράκωσαν τη διαπραγματευτική του δύναμη στην Ευρώπη. Χαρακτηριστική ήταν η απόφασή του να βγάλει τους Συντηρητικούς από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (EPP) το 2009 και να ιδρύσει νέο συνασπισμό (ECR) στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Στον νέο αυτό συνασπισμό συμμετέχουν ευρωσκεπτικιστικά κόμματα που ανταγωνίζονται κεντροδεξιά κόμματα στα Κοινοβούλια της Βόρειας Ευρώπης, οδηγώντας τον Κάμερον σε σύγκρουση με «φυσικούς» του συμμάχους. Το ίδιο ανώφελη και αποτυχημένη ήταν η προσπάθειά του να αποτρέψει την εκλογή του Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ στην προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το 2014, ζημιώνοντας τη σχέση του με έναν από τους ανθρώπους-κλειδιά στην επιτυχία της διαπραγμάτευσης.

Αντίθετα με τη μειοψηφία των ευρωσκεπτικιστών, οι βρετανοί πολίτες, όπως προκύπτει από αναλύσεις κοινής γνώμης, θα υποστήριζαν την παραμονή της χώρας στην Ευρώπη εφόσον ο πρωθυπουργός τους κατάφερνε να πετύχει μια ελάχιστη συμφωνία, κυρίως στα θέματα του μεταναστευτικού. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι η ελάχιστη εντύπωση «νίκης» του Κάμερον θα κρίνει αποφασιστικά το αποτέλεσμα.

Για τον Ντέιβιντ Κάμερον, όπως και για τον Αλέξη Τσίπρα, η παραμονή της χώρας του στο μεγαλύτερο εμπορικό και πολιτικό μπλοκ του κόσμου θα εξαρτηθεί από την ισορροπία μεταξύ της επικοινωνιακής διαχείρισης της διαπραγμάτευσης στο εσωτερικό και μιας διαλλακτικής στάσης με τους ευρωπαίους εταίρους που μπορεί να οδηγήσει σε μια αμοιβαία επωφελή συμφωνία.

Η μέχρι τώρα σταδιοδρομία του δείχνει μια σαφώς μεγαλύτερη ικανότητα στη διατήρηση εσωτερικών ισορροπιών παρά εξωτερικών συμμαχιών. Οι μετριοπαθείς φιλευρωπαίοι Βρετανοί ελπίζουν ότι ο πρωθυπουργός τους δεν θα πάρει για ακόμη μία φορά τον μοναχικό δρόμο της απομόνωσης.

Ο Θανάσης Μπάκος είναι σύμβουλος δημόσιας πολιτικής και απόφοιτος της London School of Economics.