Αυτή τη φορά δεν ήταν αστείος. Δεν ήταν ούτε πρωτότυπος. Και δεν προσέφερε ούτε μισό ευφυολόγημα στο κοινό του –αντίθετα, επιστράτευσε τα γνωστά κλισέ που κάνουν το παρόν να δείχνει ακόμη πιο τραγικό επειδή το παρελθόν είναι λαμπρό. Ωστόσο η ανάγνωση του Γούντι Αλεν για την ελληνική κρίση είναι ενδιαφέρουσα. Και αυτό επειδή δεν είναι η ματιά μιας καλλιτεχνικής ιδιοφυΐας, αλλά ενός μέσου Αμερικανού που γοητεύεται από την ευρωπαϊκή κουλτούρα. Είναι φρικτό, λέει. Κάθε μέρα που ανοίγει την εφημερίδα του διαβάζει για την ελληνική καταστροφή. Αντί να διαβάζει για τον Πλάτωνα και τον Σωκράτη διαβάζει ότι πολύ σύντομα η Ελλάδα θα βγει από το ευρώ, ότι η ανεργία έχει φθάσει σε εφιαλτικά επίπεδα και ότι το τέλος πλησιάζει.

Ο Γούντι Αλεν βλέπει την Ελλάδα όπως την έβλεπαν οι γερμανοί ρομαντικοί του 19ου αιώνα: σαν έναν τόπο όπου το αρχαίο κλέος θα έπρεπε να είναι αιωνίως παρόν, σαν μια μήτρα που θα παράγει αενάως φιλόσοφους και τραγωδούς, σαν μια πηγή που θα φωτίζει τους επισκέπτες της και αυτοί με τη σειρά τους θα της είναι για πάντα υπόχρεοι. Είναι μια ανάγνωση που συντηρεί τους εγχώριους μύθους μας και χαϊδεύει το εθνικό μας φαντασιακό. Αλλά δεν είναι κάτι περισσότερο από αυτό. Ο Αλεν μιλάει από την απόσταση μιας άλλης καθημερινότητας –και η απόσταση είναι τόσο μεγάλη ώστε του στερεί εκείνες τις παραστάσεις που θα του επέτρεπαν να αντλήσει υλικό για να εμπλουτίσει τους υπέροχους χαρακτήρες του.

Είναι, δηλαδή, απίθανο να ξέρει ότι ο υπουργός Οικονομικών ασκείται στο σπορ της κρυφής κάμερας στις συνεδριάσεις του Eurogroup, ότι η Πρόεδρος της Βουλής μαλώνει τους αστυνομικούς στους δρόμους και ότι τα σιγκαρίλος του υπουργού Πολιτισμού κάνουν τους συναγερμούς πυρασφάλειας των μουσείων να χτυπούν. Το πρόβλημα δεν είναι ότι η πραγματικότητα ξεπερνά την τέχνη. Είναι ότι η ιλαρότητα του πολιτικού προσωπικού και τα γκανγκ στην πολιτική σκηνή δεν έχουν τη φινέτσα του κινηματογραφικού σύμπαντος ενός Γούντι Αλεν.