Οταν η οικονομία ανθεί, η λογοκρισία (και στη βιομηχανία του βιβλίου) αυτομάτως σηκώνει ανάστημα. Στην περίπτωση της Κίνας του 21ου αιώνα τα παραδείγματα όλο και αυξάνονται το τελευταίο διάστημα, με το αμερικανικό παράρτημα της διεθνούς ένωσης συγγραφέων PEN να μιλά πλέον ανοιχτά για λογοκρισία στα βιβλία δυτικών δημιουργών, συχνά μάλιστα χωρίς τη συγκατάθεσή τους. Στο επίκεντρο βρίσκονται –τι άλλο; –κείμενα με αναφορές στο σεξ και στην ομοφυλοφιλία, αλλά και βιβλία που εξετάζουν «ευαίσθητα» πολιτικά θέματα όπως η Ταϊβάν, το Θιβέτ, η βιαιότητα απέναντι στους φοιτητές που διαδήλωναν κατά της διαφθοράς του καθεστώτος στην Πλατεία Τιενανμέν του Πεκίνου το 1989.

Την πραγματικότητα δύσκολα μπορεί κανείς να την αμφισβητήσει: η Κίνα είναι μία από τις μεγαλύτερες και ταχύτερα αναπτυσσόμενες εκδοτικές αγορές παγκοσμίως με τον συνολικό τζίρο τη φετινή χρονιά να υπολογίζεται πως θα ξεπεράσει τα 20 δισ. δολάρια. Σύμφωνα μάλιστα με τα στατιστικά στοιχεία, μόνο το 2012 οι κινέζοι εκδότες απέκτησαν 16.115 ξένους τίτλους –κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Βρετανία -, ποσοστό αυξημένο κατά 40% συγκριτικά με το 2004. Η ακμάζουσα οικονομική πραγματικότητα επομένως μετατρέπει αυτομάτως τους εκδότες σε «κριτές», οι οποίοι αποφασίζουν κατά βούληση πώς θα μεταφράζονται τα βιβλία και ποια κομμάτια από αυτά μπορούν να αποκοπούν, χωρίς απαραίτητα να είναι ενήμερος ο ίδιος ο συγγραφέας ή ο ατζέντης του.

Στη λίστα όσων είδαν τα βιβλία τους να «ακρωτηριάζονται» –χωρίς να υπάρχει σχετικός όρος στο συμβόλαιό τους –συγκαταλέγεται ο αμερικανός λογοτέχνης Πολ Οστερ. Γεγονός που στην περίπτωση του «Σάνσετ Παρκ», όπως εξηγεί, έγινε αντιληπτό μόνο αφότου κυκλοφόρησε το έργο του στα ράφια των βιβλιοπωλείων. Οι σελίδες που αναφέρονται στον κινέζο αντικαθεστωτικό Λιου Σιαομπό, κάτοχο του Νομπέλ Ειρήνης, σβήστηκαν από την έκδοση ενώ σε αρκετά σημεία το όνομά του αντικαταστάθηκε από το μονόγραμμα «L». Βέβαια, σύμφωνα με το PEN, υπάρχει πάντα και η αντίπερα όχθη: η νεοϋορκέζα ατζέντισσα της Μπάρμπαρα ντε Αντζέλις δέχθηκε να κοπεί το 30% του βιβλίου «Μυστικά των ανδρών που κάθε γυναίκα πρέπει να ξέρει», χωρίς ωστόσο να ενημερώσει σχετικά τη συγγραφέα.

Τα συμπεράσματα του PEN κάνουν λόγο, μεταξύ άλλων, για συμβόλαια που υπογράφονται με τον όρο το περιεχόμενο του βιβλίου να παραμείνει αναλλοίωτο. Οταν όμως η μετάφραση αφήνεται στα χέρια του εκδότη σε πολλές περιπτώσεις προκύπτουν νοηματικές αποκλίσεις. Υπάρχουν ωστόσο και οι συγγραφείς που αποδέχονται τη λογοκρισία στα βιβλία τους, υποστηρίζοντας ότι ακόμη και έτσι οι Κινέζοι έρχονται σε επαφή με νέες ιδέες που θα ενισχύσουν την ελεύθερη έκφραση. Τελευταία, ωστόσο, έχει προστεθεί –σύμφωνα με παλιότερη ανάλυση των «Νιου Γιορκ Τάιμς» –ακόμη ένα κεφάλαιο με πρωταγωνιστές τούς συγγραφείς που αποφεύγουν συνειδητά να καταπιαστούν με θέματα απαγορευμένα για την Κίνα. «Ενώ η λογοκρισία στο Πεκίνο είναι γνωστό ζήτημα, η αυτολογοκρισία των δυτικών συγγραφέων κουκουλώνεται με ένα σάβανο αμήχανης σιωπής» αναφερόταν στην ανάλυση.