Πολιτική σκόνη μαζεύεται πάνω από την κεντρική τράπεζα της Ελλάδας. Ερωτηματικά αιωρούνται στον δημόσιο διάλογο για την ανεξαρτησία της. Ο κοινός νους αντιλαμβάνεται ότι ο ορισμός της ανεξαρτησίας προσαρμόζεται στο πολιτικό λεξιλόγιο και τη σκοπιμότητα αυτών που συμμετέχουν στην παραγωγή της σκόνης και θέλει να μπορεί δει πίσω από αυτήν.

Η αναβάθμιση του ρόλου των κεντρικών τραπεζών τις τελευταίες τρεις δεκαετίες έφερε στην επιφάνεια το θεσμικό ζήτημα της ανεξαρτησίας τους. Ανεξαρτησία σημαίνει ότι η κεντρική τράπεζα θα πρέπει να λαμβάνει αποφάσεις νομισματικής πολιτικής που θεωρεί αναγκαίες για την οικονομία χωρίς να λαμβάνει υπόψη της τον εκλογικό κύκλο της οικονομίας και την εξυπηρέτηση των πολιτικών συμφερόντων της εκάστοτε κυβέρνησης.

Η ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας έγινε εξαρχής αντικείμενο έντονης κριτικής, κυρίως από την Αριστερά. Το επιχείρημα ήταν ότι δημιουργεί έλλειμμα δημοκρατίας, αφού η διοίκηση της τράπεζας δεν εκλέγεται απευθείας από τους πολίτες. Υπήρχε ο φόβος ότι η ανεξαρτησία αποδεσμεύει την κεντρική τράπεζα από την υποχρέωση να υποστηρίξει την οικονομική πολιτική της εκλεγμένης κυβέρνησης, η οποία, και κυρίως όταν αυτή είναι Αριστερή, μπορεί να διαφέρει από εκείνη που θέλει να εφαρμόσει ο διοικητής της.

Στην πρακτική των κεντρικών τραπεζών το έλλειμμα δημοκρατίας αντιμετωπίζεται μέσω της διαφάνειας στις λειτουργίες και στις αποφάσεις της. Οι κεντρικές τράπεζες είναι υποχρεωμένες να δημοσιοποιούν σε προσδιορισμένο χρονικό διάστημα αφενός τις εκτιμήσεις τους για την κατάσταση της οικονομίας και τις προβλεπόμενες οικονομικές εξελίξεις, αφετέρου τον τρόπο που έχουν αποφασίσει να αντιδράσουν μέσω της νομισματικής πολιτικής. Με τον τρόπο αυτό κάθε κεντρική τράπεζα αναλαμβάνει την ευθύνη της πολιτικής της και γίνεται υπόλογη στους πολίτες. Ωστόσο, η διαφάνεια νομιμοποιεί πολιτικά την κεντρική τράπεζα μόνο όταν γίνεται αντικείμενο της επικοινωνίας της με τους πολίτες.

Ο κοινός νους μπορεί λοιπόν να αντιληφθεί ότι η ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας είναι αναγκαία και δεν πρέπει να υπάρχουν πολιτικές παρεμβάσεις και περιορισμοί στις αποφάσεις της, αλλά μόνο μαζί με τη διαφάνεια και την επικοινωνία της με τους πολίτες δεν δημιουργεί έλλειμμα δημοκρατίας. Ισχυρισμοί περί σεβασμού της ανεξαρτησίας χωρίς αντίστοιχο σεβασμό στη διαφάνεια και την επικοινωνία είτε δεν επιθυμούν την ανεξαρτησία, είτε υποτιμούν το έλλειμμα δημοκρατίας που δημιουργείται.

*Ο Γιώργος Αργείτης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο ΕΚΠΑ, επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ