Θα ήταν μια δίκη με την Αμάλ Αλαμουντίν μέσα στην αίθουσα και ανήσυχους πολίτες απ’ έξω, μπορεί και τον Τζορτζ Κλούνι ή τον Στίβεν Φράι, να κρατούν πλακάτ υπέρ της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα ενώ τους λούζουν τα φλας. Θα ήταν μια δίκη για ένα κλεμμένο παρελθόν και για ένα μέλλον με περισσότερους τουρίστες που θα συνέρρεαν στο Μουσείο της Ακρόπολης για να θαυμάσουν τα Γλυπτά σε προθήκες που σήμερα χάσκουν κενές. Θα ήταν μια δίκη για τη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς και την αποκατάσταση μιας σχέσης –αυτής ανάμεσα στους επιγόνους του λόρδου Ελγιν κι εκείνους του Στρατηγού Μακρυγιάννη –στη βάση της ισοτιμίας.

Θα ήταν η δική του αιώνα. Αλλά είναι μια δίκη που δεν θα γίνει ποτέ. Γιατί όπως εξήγησε χθες ο αναπληρωτής υπουργός Πολιτισμού Νίκος Ξυδάκης, η ελληνική κυβέρνηση δεν σκοπεύει να διεκδικήσει δικαστικά την επιστροφή των Γλυπτών. Σύμφωνα με τον υπουργό, «δεν μπορείς να πηγαίνεις σε δίκες για οποιοδήποτε θέμα αφενός, και αφετέρου στα διεθνή δικαστήρια η έκβαση είναι αβέβαιη, δεν είναι τόσο εύκολα τα πράγματα». Επομένως, η οδός για τη διεκδίκηση της επιστροφής είναι διπλωματική και πολιτική –και μάλιστα «σε χαμηλό επίπεδο», όπως είπε.

Συμπεραίνει κανείς ότι, τουλάχιστον για τον αναπληρωτή υπουργό Πολιτισμού, ο φόβος μιας ταπεινωτικής ήττας είναι πιο ισχυρός από την προοπτική ενός λαμπερού σόου αμφίβολης έκβασης. Ο υπουργός φαίνεται επίσης να μην πιστεύει ότι ο ηρωικός σαματάς είναι αποτελεσματικό μέσο διαπραγμάτευσης και η λογική του δεν υποχωρεί απέναντι στον ήχο της λιβανέζας σειρήνας που λέει στο νομικό της πόρισμα ότι η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να προχωρήσει αμέσως στη δικαστική διεκδίκηση των Γλυπτών γιατί μπορεί να μην υπάρξει ανάλογη ευκαιρία στο μέλλον. Στο «τώρα ή ποτέ» της Αλαμουντίν, ο Ξυδάκης επέλεξε το «ποτέ». Είναι μια επιλογή ασφαλής. Και με τους θουρίους ανυποταξίας, τις ηρωικές διεκδικήσεις και την αντίληψη ότι το δίκαιο είναι μια ελληνική νησίδα σε έναν ωκεανό αδικίας να ταλαιπωρούν όλους μας, μοιάζει και με μια επιλογή κόντρα στο ρεύμα. Ασφαλώς έχει το κόστος της: μια δημόσια ζωή με πολλές και διάφορες πασιονάριες, αλλά χωρίς μια Αλαμουντίν.