Οταν πριν από πέντε χρόνια ξεκινούσε από το Καστελλόριζο το δράμα που ακόμη ζούμε κανείς δεν φανταζόταν ότι θα διαρκούσε τόσο πολύ. Η επίσημη πρόβλεψη ήταν για μια τριετία. Οι προβλέψεις της τότε κυβέρνησης ήταν ακόμη πιο αισιόδοξες: στα δύο χρόνια το πολύ θα είχαμε επιστρέψει πανηγυρικά στις αγορές.

Δεν ήταν η μόνη πρόβλεψη που έπεσε έξω. Σύμφωνα με το πρόγραμμα, στο τέλος της τριετίας η Ελλάδα θα είχε χάσει μικρό μέρος του ΑΕΠ της και η ανάπτυξη θα είχε επιστρέψει ήδη από το 2012. Αλλά οι αριθμοί αποτυπώνουν τη χειρότερη αστοχία πρόβλεψης σε όλη την ιστορία του ΔΝΤ. Τον Μάιο του 2013, όταν η περίοδος του πρώτου Μνημονίου έληγε, το ΑΕΠ είχε μειωθεί σωρευτικά κατά 20,8% (αντί για την προβλεφθείσα μείωση κατά 3,5%), η εγχώρια ζήτηση είχε καταρρεύσει (μείον 27,5% αντί 11,8%), η ανεργία ήταν 27% (αντί 14,8%) και το δημόσιο χρέος ήταν στο 175,2% του ΑΕΠ αντί για 149%.

Στον διεθνή περίγυρο, στην Ουάσιγκτον και στις Βρυξέλλες, ψιθυριστά ή φωναχτά, με τρόπο επίσημο ή με πολλές ανεπίσημες μελέτες, αναζητείται συστηματικά η αιτία (και η ευθύνη) για αυτήν την καταστροφική αποτυχία. Πάνε δύο χρόνια που το ΔΝΤ έχει αναγνωρίσει το περίφημο λάθος στους πολλαπλασιαστές. Νεότερες έρευνες αποτυπώνουν το κόστος που είχε η μοιραία απόφαση να καθυστερήσει η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους τόσο, ώστε να καταστεί δώρο άδωρο (για την Ελλάδα). Αλλες μελέτες αναζητούν το κόστος εκείνης της μοιραίας βόλτας της Μέρκελ με τον Σαρκοζί, στην παραλία της Ντοβίλ. Το κόστος της υποτίμησης των πραγματικών επιπτώσεων μιας δημοσιονομικής προσαρμογής που στην Ελλάδα αποδείχθηκε τριπλάσια απ’ ό,τι, για παράδειγμα, στην Πορτογαλία. Το κόστος που είχε η μακρά αβεβαιότητα για το αν το ελληνικό χρέος θα κουρευτεί ή όχι, αν η Ελλάδα θα μείνει ή όχι στο ευρώ, που δημιούργησε ερήμωση επενδύσεων και καταθέσεων…

Αυτή η συζήτηση δεν έχει ακόμη κλείσει, η τελευταία λέξη δεν έχει ακόμη ειπωθεί. Μα είναι στ’ αλήθεια εντυπωσιακή η πλήρης σχεδόν απουσία της από την ίδια τη χώρα μας. Εδώ, η μόνη συζήτηση που κατά καιρούς αναρριπίζεται και προσπαθεί να ανοίξει δρόμο ανάμεσα στην άγρια βλάστηση των θεωριών συνωμοσίας είναι μια κακορίζικη συζήτηση για το πώς και γιατί φθάσαμε στο Μνημόνιο. Καμιά συζήτηση για το τι συνέβη έκτοτε, κατά τη μοιραία πενταετία. Για τις εσωτερικές αιτίες της αποτυχίας ενός προγράμματος που, πριν από πέντε χρόνια, ελαφρά τη καρδία η τότε κυβέρνηση δέχθηκε, τόσο σίγουρη ότι θα ήταν μια εύκολη υπόθεση, ώστε θεώρησε περιττό να μοιραστεί τη δόξα με την αντιπολίτευση, εξασφαλίζοντας τη συναίνεσή της.

Απλά ερωτήματα παραμένουν, από τη δική μας πλευρά, αναπάντητα. Γιατί μόνο στην ελληνική περίπτωση ήταν τόσο μεγάλη η απόκλιση των προβλέψεων του προγράμματος από τις πραγματικές οικονομικές του επιπτώσεις; Γιατί η Πορτογαλία και η Ιρλανδία εφάρμοσαν ανάλογα προγράμματα, με μικρότερο οικονομικό και κοινωνικό πόνο; Γιατί εμείς που δανειστήκαμε από την τρόικα τριπλάσιο ποσό σε σχέση με την Πορτογαλία είμαστε ακόμη εντός Μνημονίου ενώ εκείνοι (που δεν έφθασαν σε κάποιον οικονομικό παράδεισο, βέβαια) απαλλάχθηκαν μέσα σε τρία χρόνια; Γιατί εμείς χάσαμε το 25% του εθνικού μας εισοδήματος και εκείνοι μόνον το 4,5%; Γιατί σ’ εμάς η ανεργία αυξήθηκε κατά 15 μονάδες και σ’ εκείνους μόνο κατά 5 μονάδες; Και γιατί ενώ εμείς κάναμε πολύ βαθύτερη (και απείρως πιο επώδυνη) εσωτερική υποτίμηση, με το μισθολογικό κόστος στον ιδιωτικό τομέα να υποχωρεί κατά περισσότερο από 25%, είχαμε μείωση εξαγωγών, ενώ οι Πορτογάλοι κατέγραψαν μεγάλη αύξηση των εξαγωγών τους;

Θα ήταν χρήσιμο ν’ αρχίσουμε να το συζητάμε: τι σημαίνει για την ελληνική οικονομία, το γεγονός ότι η μεγαλύτερη εσωτερική υποτίμηση που έγινε σε χώρα της Δύσης από τον πόλεμο και ύστερα δεν απέδωσε κανένα όφελος ως προς τις εξαγωγικές της επιδόσεις; Και τι σημαίνει για το ελληνικό πολιτικό σύστημα το γεγονός ότι μόνοι ανάμεσα στους δυστυχείς ομοιοπαθείς των Μνημονίων αποτύχαμε να δημιουργήσουμε, μέχρι και τώρα, εθνικό σχέδιο και πολιτική συναίνεση;