Και εκεί που δεν το περίμενα, μου έσκασε τούτη τη βδομάδα ο Ελύτης από παντού. Δεν είναι μόνο ο Sakis ως ερμηνευτής του «Αξιον εστί» που με κάνει να τραγουδάω δυνατά με τη γαϊδουροφωνάρα μου, μόνη μου στο σπίτι, το «Της αγάπης αίματα» λες κι έτσι θα το προστατεύσω από την τοξικότητα του ποπ ειδώλου. Είναι κι αυτός ο στίχος από τον «Ηλιο τον ηλιάτορα» που μου τριβελίζει νου και ψυχή. Αυτός που μιλάει για την αντιφατικότητα του Ελληνα. «Μπαίνει σ’ ένα βαρκάκι, πιάνει ωκεανούς, ξεσηκωμούς γυρεύει, θέλει τύραννους». Σχηματίστηκαν εντός μου σιγά σιγά, καθώς έβλεπα σκηνές από το ναυάγιο των μεταναστών σε ακτή της Ρόδου. Σαν μετασεισμός τραγικότητας της Λαμπεντούζα.

Από τότε αναρωτιέμαι πώς να συντελείται άραγε η απασφάλιση που πυροδοτεί, προφανώς όχι μόνο στον Ελληνα αλλά σε κάθε άνθρωπο, την αυτοθυσία; Αυτό το παλικάρι, ο Αντώνης ο λοχίας, έπινε, λέει, καφέ όταν άκουσε τις φωνές. Αμέσως γδύθηκε κι έπεσε σε μια θάλασσα πλημμυρισμένη από πετρέλαιο για να σώσει με τα χέρια του είκοσι ανθρώπους. Και μαζί με τα ρούχα του φαίνεται ότι πέταξε από πάνω του όλες τις συμβάσεις της καθημερινότητας. Τις μικρές ευτέλειες που ταΐζουν το υπερτροφικό «εγώ». Λίγα λεπτά πριν το ξύλινο δουλεμπορικό τσακιστεί στα βράχια ήταν, ως προς το φαίνεσθαι, ένας νταβραντισμένος Ελληναράς που ρουφούσε τη φραπεδιά του. Με την πρώτη κραυγή αγωνίας μεταμορφώθηκε σε έναν ηρωικό διασώστη όχι μόνο ανθρώπων, αλλά ανθρωπιάς.

Κι ύστερα είναι κι αυτή η ροδίτισσα μάνα. Εγδυσε το δικό της παιδί για να ντύσει το μωρό που έβγαλαν παγωμένο από τα κύματα. Ετσι λένε. Πως όταν βιώνεις τον ρόλο της μάνας σε όλο του το μεγαλείο είσαι μάνα των παιδιών όλου του κόσμου, όχι μόνο του δικού σου.

Στον αντίποδα, μια «διαδικτυακή» φίλη. Μια δημοκρατική, κατά δήλωσή της, κυρία. Ανησυχεί μήπως ένα πρωί βρει μετανάστες στην είσοδο της πολυκατοικίας της. Μήπως μεταδώσουν μολυσματικές ασθένειες. «Μην ξεχνάμε και το κρούσμα χολέρας στη Ρόδο» γράφει στα social media.

Σε αυτήν την κυρία ο Αντώνης ο λοχίας και η ροδίτισσα μάνα θα ψιθύριζαν, αυτήκοοι μάρτυρες όντες, ότι οι κραυγές αγωνίας δεν έχουν γλώσσα. Οταν πνίγονται οι άνθρωποι, με τον ίδιο τρόπο κραυγάζουν απ’ όπου κι αν προέρχονται. Οπως ακριβώς και όταν γεννιούνται.