Η πρόσφατη κατάργηση του εισιτηρίου των 5 ευρώ στα εξωτερικά ιατρεία των δημόσιων νοσοκομείων αποτελεί αντιλαϊκό και όχι φιλολαϊκό μέτρο. Αποτελεί ένα κοινωνικά άδικο μέτρο, που διευρύνει αντί να μειώνει τις ανισότητες στον χώρο της Υγείας. Και αυτό για έναν πολύ απλό λόγο.

Οταν το μέτρο αυτό στερεί από τα νοσοκομεία ένα σημαντικό έσοδο καθιστά ακόμη πιο προβληματική την ήδη προβληματική επιτέλεση του έργου τους, κυρίως προς όσους δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν την αναγκαία νοσηλευτική περίθαλψη, είτε νόμιμα από τον ιδιωτικό τομέα είτε παράνομα στα νοσοκομεία με το γνωστό φακελάκι.

Στην περίπτωση αυτήν η σημερινή κυβέρνηση έκανε το ίδιο λάθος, των οριζόντιων μέτρων, που έκαναν και οι προηγούμενες κυβερνήσεις, έστω και εάν πρόκειται για παροχές και όχι για περικοπές. Το μεταπολεμικό ευρωπαϊκό κράτος πρόνοιας παρείχε αφειδώς ίσες παροχές προς όλους γιατί οι δυτικοευρωπαϊκές οικονομίες είχαν τη δυνατότητα να τις στηρίξουν. Στις σημερινές συνθήκες της οικονομικής κρίσης στη Νότια Ευρώπη, και κυρίως στη χώρα μας, το σύγχρονο κράτος πρόνοιας θα πρέπει να εφαρμόζει κάθετες πολιτικές, οι οποίες να στοχεύουν κατά προτεραιότητα στη στήριξη και στην προστασία των πιο αδύναμων και ευπαθών ομάδων του πληθυσμού (άνεργοι, ανασφάλιστοι, χαμηλοσυνταξιούχοι κ.ά.) που έχουν μεγαλύτερα προβλήματα και λιγότερα εισοδήματα για να τα αντιμετωπίσουν. Με άλλα λόγια, η έννοια της ισότητας υπό τις παρούσες συνθήκες θα πρέπει να παντρεύεται με την έννοια της δικαιοσύνης, διαφοροποιώντας τις κοινωνικές παροχές ανάλογα με τις διαφορετικές ανάγκες και τις διαφορετικές οικονομικές δυνατότητες κάθε πολίτη. Και αυτό μπορεί να επιτευχθεί, μεταξύ άλλων, με την εφαρμογή εισοδηματικών κριτηρίων στις περιπτώσεις οικονομικής συμμετοχής για τη χρήση υπηρεσιών Υγείας και την αγορά φαρμάκων.

Για τον σκοπό αυτόν, κατά την τρέχουσα περίοδο της οικονομικής κρίσης θα πρέπει να υπάρξει μηδενική συμμετοχή περίπου για το ένα τέταρτο του πληθυσμού που αδυνατεί ή δυσκολεύεται να ανταποκριθεί σε οποιαδήποτε ίδια πληρωμή, ενώ για τους υπόλοιπους θα πρέπει να εφαρμοστεί κλιμακούμενη συμμετοχή ανάλογα με το εισόδημα, στο μέτρο των δυνατοτήτων τους. Ετσι θα εξασφαλισθούν επιπρόσθετοι πόροι, που θα συμβάλουν στη βιωσιμότητα του δημόσιου συστήματος Υγείας και στη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων. Τέτοιου είδους μέτρα –και όχι λαϊκίζουσες παροχές –συνιστούν αριστερή, δηλαδή κοινωνικά δίκαιη, πολιτική Υγείας.

Ο Γιάννης Τούντας είναι καθηγητής Ιατρικής, μέλος

της Συντονιστικής Επιτροπής της Πολιτείας 2012