Η στιγμή των τελευταίων χρόνων που όλοι οι δημοκρατικοί πολίτες αυτής της χώρας ένιωσαν ανακουφισμένοι ήταν η σύλληψη του ηγετικού πυρήνα της Χρυσής Αυγής, μετά την τραγική δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Ανεξάρτητα από τις μεγάλες ιδεολογικές διαφορές που έφερε η κρίση, η καθυστερημένη κινητοποίηση των διωκτικών και δικαστικών Αρχών δημιούργησε το κοινό αίσθημα ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί λειτουργούν ακόμη, ότι ο λόγος του μίσους, ο ρατσισμός και τα τάγματα της καθαρότητας βρήκαν μια οργανωμένη απάντηση.

Η Χρυσή Αυγή από ηγεμονική δύναμη μετά το 2012 (με διψήφιους αριθμούς στις δημοσκοπήσεις) περιορίστηκε στο 6% στις εκλογές του 2015. Ομως δεν ηττήθηκε ολοκληρωτικά. Κι αυτό γιατί η πολιτική απομόνωσή της δεν υπήρξε αρραγής. Το σκάνδαλο Μπαλτάκου αποτέλεσε σημείο καμπής και αυτό όχι μόνο επειδή επιβεβαίωσε το διαχρονικό φλερτ της Λαϊκής Δεξιάς με τον ακροδεξιό εξτρεμισμό. Εδωσε τροφή για νέο κύκλο ατέρμονων συνωμοσιολογιών για τα κίνητρα και τους τρόπους δίωξης της Χρυσής Αυγής που βρήκαν υποστηρικτές και έξω από το ακροδεξιό στρατόπεδο. Στις δημοτικές εκλογές αρκετοί υποψήφιοι με αριστερό μάλιστα προφίλ επιδόθηκαν σε παζάρια πάνω και κάτω από το τραπέζι, νομιμοποιώντας τους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής (της πρώτης Κυριακής) ως αγανακτισμένους – παραστρατημένους πολίτες. Πρόσφατα τα κατηγορούμενα στελέχη της Χρυσής Αυγής βρήκαν προστασία από την Πρόεδρο της Βουλής που τα ανήγαγε σε «αναφαίρετα» μέλη αυτής αφού έχουν εκλεγεί από τον λαό. Δεν είναι λίγοι μάλιστα εκείνοι που υποστηρίζουν ότι εάν αποτύχει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ η Χρυσή Αυγή θα κυριαρχήσει, με πιο εξέχον παράδειγμα τον υπουργό Οικονομικών ο οποίος χρησιμοποίησε αυτό το επιχείρημα στις διαπραγματεύσεις του με τον γερμανό ομόλογό του. Η αποδοχή – απειλή ότι η ελληνική κοινωνία είναι υπό φασιστική αναστολή (όσο έχει λαμβάνειν) τρομάζει με την κυνικότητά της.

Η δίκη της Χρυσής Αυγής έρχεται σε πολύ σύνθετες συνθήκες, ειδικά αν υπολογίσει κανείς και το μεταναστευτικό ζήτημα που ευνοεί την ακροδεξιά ρητορική. Το στοίχημα για τους δημοκρατικούς θεσμούς και πολίτες παραμένει μεγάλο. Η πίεση με διαδηλώσεις και συνεχείς συγκρούσεις δεν αποδίδει τίποτα. Βάζει νερό στον μύλο του φανατισμού από τον οποίο θρέφεται κάθε εξτρεμισμός. Η απάντηση στις νεοναζιστικές βαρβαρότητες δεν μπορεί να είναι το αντιφασιστικό κράξιμο στον δρόμο ή στο Διαδίκτυο. Γιατί όπως έλεγε εύστοχα στην πασχαλινή διαφήμιση καταστήματος ο «φουσκωτός» πρωταγωνιστής: «Κράζεις; Θαυμάζεις!».

Ο Βασίλης Βαμβακάς είναι επίκουρος καθηγητής

στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ