Θα μπορούσε να εμφανίζεται θεσμικός. Θα μπορούσε να ισχυρίζεται ότι το πρώτο του νομοσχέδιο υπηρετεί όχι πρόσωπα αλλά αρχές. Οτι είναι ένα βήμα προς τον εκσυγχρονισμό και τον εξανθρωπισμό του σωφρονιστικού συστήματος. Θα μπορούσε να οχυρώνεται σε αυτά τα επιχειρήματα ο Νίκος Παρασκευόπουλος, αν δεν τα είχε ο ίδιος – και συνάδελφοί του από το κυβερνητικό στρατόπεδο – υπονομεύσει.

Ο υπουργός Δικαιοσύνης αποκάλυψε από νωρίς τα κίνητρα της νομοθετικής του πρωτοβουλίας. Οχι μόνο επειδή θα περίμενε κανείς ότι ως υπουργός Δικαιοσύνης – σε μια χώρα όπου καμία απόφαση δεν τελεσιδικεί προτού περάσει πενταετία – θα είχε άλλες προτεραιότητες. Ούτε επειδή μπήκε ο ίδιος στον κόπο να αναλύσει στη Βουλή ποιο είναι το πρόσωπο που, επειδή «τον τύφλωσε η ελληνική πολιτεία», αφορούσε η ρύθμιση που εισηγούνταν.

Η ατζέντα του αναδείχθηκε κυρίως από το γεγονός ότι προσκόλλησε στο νομοσχέδιό του διατάξεις σχεδόν φωτοτυπημένες από λίστα των αιτημάτων των μέχρι πρότινος απεργών πείνας (αποποινικοποίηση της κουκούλας, αυστηρότεροι όροι για λήψη DNA, επιεικής ρύθμιση για «συμβίους και συγγενείς»).

Ετσι, αυτό που προβαλλόταν ως θεσμική μεταρρύθμιση πήρε τη μορφή συνδικαλιστικού τύπου διευθέτησης με τον χώρο στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ. Βοήθησαν σε αυτό και όσοι από τη συμπολίτευση φόρτισαν πολιτικά ένα υποτίθεται ποινικό νομοσχέδιο, μιλώντας για «τρομοκρατική μνημονιακή πολιτική» και επιχειρώντας συμψηφισμούς με θύματα της δεξιάς βίας.

Ο πιο ειλικρινής ήταν πάντως ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη. Η Αστυνομία επενέβη, είπε, στην Πρυτανεία την ημέρα που ψηφιζόταν ο νόμος Παρασκευόπουλου στη Βουλή. Για να φανεί ότι η κυβέρνηση, «ακόμη και αν ψήφισε όσα οι καταληψίες έλεγαν, τουλάχιστον δεν το έκανε υπό την πίεση μιας κατάληψης». Με άλλα λόγια, δεν εκβιάστηκε. Ενέδωσε ελευθέρως.

Ο Παρασκευόπουλος δεν είναι πολιτικός. Είναι καθηγητής του Ποινικού Δικαίου με απόψεις εκπεφρασμένες εδώ και χρόνια για τα ζητήματα που τώρα χειρίζεται. Θα μπορούσε κανείς να του αναγνωρίσει το ελαφρυντικό ότι, λόγω πολιτικής απειρίας, δεν ήταν ο ίδιος σε θέση να υπολογίσει την –κάτι παραπάνω από προβλέψιμη – αντίδραση των ΗΠΑ.

Το ελαφρυντικό δεν ισχύει για την κυβέρνηση, που τώρα αποδεικνύεται ότι είχε εδώ και καιρό γίνει κοινωνός της αμερικανικής δυσαρέσκειας. Επέλεξε να την αγνοήσει.

Την αγνοούσε, ενώ την ίδια ώρα έσπευδε να προβάλλει κάθε τηλεφώνημα, κάθε νεύμα του αμερικανού προέδρου ως τεκμήριο του υπερατλαντικού της ερείσματος.

Ο νόμος Παρασκευόπουλου δεν είναι μεμονωμένο κρούσμα. Είναι κομμάτι από το ντόμινο της ολικής διαπραγμάτευσης που έχει στήσει η κυβέρνηση και όπου όλα – από την ενέργεια και την άμυνα έως τις πρόωρες συντάξεις – πλέον συνδέονται. Και σε όλα η τακτική μοιάζει ίδια. Πρώτα εμμένουμε ασυμβίβαστοι στις «αδιαπραγμάτευτες» επιλογές μας. Και μετά αυτοθυματοποιούμαστε ως εκβιαζόμενοι.