Μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 παρατηρείται η τάση να μειώνουν συνεχώς τις προβλέψεις για ανάπτυξη οι κυβερνήσεις, οι κεντρικές τράπεζες και διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί.

Εχω εντοπίσει πέντε λόγους για τους οποίους συμβαίνει αυτό.

Πρώτον, δεν έχει γίνει πλήρης αξιοποίηση της ικανότητας για δημοσιονομικές παρεμβάσεις. Οι επενδύσεις σε υποδομές, εκπαίδευση και τεχνολογία συμβάλλουν στην αύξηση της ανάπτυξης. Αυτό αυξάνει την ανταγωνιστικότητα, την καινοτομία, τις αποδόσεις, την ανάπτυξη και την απασχόληση. Ερευνα του ΔΝΤ έχει δείξει ότι αυτοί οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές –ο δεύτερος παράγοντας που έχουν αγνοήσει όσοι κάνουν προβλέψεις –διαφοροποιούνται ανάλογα με τις οικονομικές συνθήκες.

Το τρίτο κομμάτι του παζλ των προβλέψεων είναι η ανισότητα μεταξύ της συμπεριφοράς των αγορών και της πραγματικής οικονομίας. Εάν κρίνουμε μόνο από τις τιμές των μετοχών και των ομολόγων θα έπρεπε να συμπεράνουμε ότι η ανάπτυξη ανθεί. Αυτό όμως δεν συμβαίνει.

Τέταρτος παράγοντας είναι η ποιότητα της διακυβέρνησης. Δεν είναι λίγα τα παραδείγματα κυβερνήσεων που ευνοούν τις ελίτ, τους υποστηρικτές τους και ειδικά συμφέροντα. Οι χώρες που έχουν ικανούς δημόσιους λειτουργούς είναι πιο αποτελεσματικές από τις άλλες.

Τέλος, ο πιο σημαντικός παράγοντας είναι το μέγεθος της μείωσης της συνολικής ζήτησης. Το φαινόμενο αυτό υπήρχε πριν από την κρίση και τα υψηλά επίπεδα των χρεών των νοικοκυριών επιδείνωσαν το φαινόμενο.

Χρειάζεται αντιμετώπιση των προβλημάτων με επενδύσεις στους τομείς της εκπαίδευσης, την υγείας και των υποδομών ώστε να βοηθηθούν οι άνθρωποι σε αυτή τη μεταβατική περίοδο. Μπορεί κανείς να ελπίζει ότι όσο περισσότερο γίνεται κατανοητή η σημασία όλων αυτών και άλλων παραγόντων θα δημιουργούνται θετικές προοπτικές όσον αφορά τη χάραξη πολιτικής μέσα στο 2015.

Ο Μάικλ Σπενς είναι νομπελίστας στα οικονομικά και καθηγητής Οικονομικών στο Stern School of Business στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης.