Τέσσερα φαινομενικά άγνωστα μεταξύ τους ζευγάρια επί σκηνής. Ενα ανδρόγυνο, μια μάνα με μια κόρη, δύο αδελφές, ένας πατέρας με τον γιο του. Τόπος συνάντησής τους μια αίθουσα αναμονής, «εκεί όπου μπορείς να πιεις έναν καφέ και να ακούσεις λίγο μουσική, περιμένοντας να πας κάπου αλλού» λέει με νόημα ο Ακύλλας Καραζήσης. Ο ηθοποιός του νέου ελληνικού θεάτρου είναι αυτή την περίοδο σκηνοθέτης στο πιο πρόσφατο συγγραφικό έργο των Κωνσταντίνου και Αντώνη Κούφαλη με τίτλο «Συγχώρεσέ με», το οποίο παίζεται στη σκηνή Νίκος Κούρκουλος του Εθνικού Θέατρου. Πριν να προλάβει να δεχθεί διευκρινιστική ερώτηση για το «αλλού», για τον προορισμό δηλαδή αυτών των ζευγαριών, αποκαλύπτει πως «εν τέλει το αλλού είναι το επέκεινα».

Βασικός άξονας της παράστασης είναι οι άλλοτε συγκρουσιακές και άλλοτε αστείες ιστορίες των ηρώων. Πάντα όμως πολύ αληθινές, πολύ ρεαλιστικές, αν και ακραίες. Η συγχώρεση είναι μόνο η κατακλείδα της κάθε σχέσης, η κάθαρση κάθε ζευγαριού, η επίλυση των βαθύτερων διαφορών τους. «Δεν θα έρθει κανένας όμως να δει ένα έργο επειδή λέει συγγνώμη. Θα έρθει για να δει και να ακούσει ενδιαφέρουσες ιστορίες. Ιστορίες στις οποίες ο ένας έχει σκοτώσει τον άλλον. Είναι ένα μείγμα ζωντανών και πεθαμένων με πολλά στοιχεία από την Ελλάδα» εξηγεί ο σκηνοθέτης.

ΤΑΥΤΙΣΕΙΣ. Πράγματι, το «Συγχώρεσέ με» τοποθετείται στην ελληνική επαρχία κάπου μεταξύ των δεκαετιών του 1970 και του 1980. Σε μια εποχή που η Ελλάδα είχε κάτι «επαρχιώτικο». «Ισως πιο μικροαστικό, πιο συντηρητικό, πιο ωμό, πιο κακόγουστο» εξηγεί ο Ακύλλας Καραζήσης που τονίζει τα μεγάλα ατού της παράστασης. Την ενδιαφέρουσα γλώσσα γραφής των αδελφών Κούφαλη, τη ζωντάνια στον ρυθμό της, τα σημεία ταύτισης με κάθε θεατή. Και τελικά με κάθε συντελεστή της. «Μέσα εκεί βλέπω δικές μου οικογενειακές καταστάσεις. Το έργο μιλάει για εμάς, για την ταυτότητά μας, για το σήμερα, για το χθες μας».

Από το «Blasted – Ερείπια» στο θέατρο Πορεία (ανέβηκε φέτος για δεύτερη χρονιά), τον «Φάουστ» του Μιχαήλ Μαρμαρινού στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών μέχρι τον «Ιδομενέα» στο Φεστιβάλ Αθηνών τον περασμένο Ιούλιο (σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου), οι πιο πρόσφατες δουλειές του Ακύλλα Καραζήση περιείχαν όλες το στοιχείο της έντασης ως αναπόσπαστο κομμάτι του ύφους. Και ήταν όλες πολύ επιτυχημένες. Εχει νιώσει άραγε καθόλου το άγγιγμα της θεάς Τύχης; «Δεν είναι θέμα τύχης. Δεν έχω καθόλου τύχη. Είναι θέμα επιλογής. Και σκληρής, σκληρότατης εργασίας. Επιμονής. Δεν αισθάνομαι καθόλου τυχερός, δεν μου έχει χαριστεί τίποτα. Ολα τα κερδίζω με τη δουλειά μου και με το ότι την αγαπάω. Ούτε μου κάνει κάποιος χάρη που δουλεύω. Δουλεύω γιατί δημιουργώ και εγώ δουλειές. Οταν δεν μου δίνει κάποιος άλλος, δημιουργώ εγώ τη δουλειά. Δεν κάθομαι με σταυρωμένα χέρια να περιμένω τις προτάσεις». Τις δουλειές στις οποίες συμμετέχει τις επιλέγει προσεκτικά. Οχι όμως σαν αλαζόνας καλλιτέχνης, ο οποίος περιμένει από τους άλλους να του φέρουν ξαφνικά προτάσεις μπροστά του για να διαλέξει. «Ο ηθοποιός είναι καλλιτέχνης, δεν είναι κάποιος που στέκεται στην ουρά και περιμένει για δουλειά. Εγώ από την πρώτη στιγμή επέλεγα, δεν δούλευα όπου να ‘ναι. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν έχω κάνει συμβιβασμούς όπως όλοι».

ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ. Στα 57 του χρόνια νιώθει ευτυχής που ζει από τη δουλειά του, που μπορεί να κάνει αυτό που θέλει, όπως λέει ο ίδιος. «Μακάρι όλοι οι άνθρωποι να μπορούσαν να το κάνουν» υποστηρίζει. Και τονίζει το αναφαίρετο δικαίωμά του στη δημιουργικότητα. «Δίνω αυτό το δικαίωμα στον εαυτό μου. Αλλοι δεν θέλουν να είναι δημιουργικοί. Πηγαίνουν για παράδειγμα και δουλεύουν στην Εφορία. Ο δημιουργικός βέβαια άνθρωπος και στην Εφορία είναι δημιουργικός. Και ο υπουργός αν θέλει μπορεί να είναι. Αν δεν είναι όμως δημιουργικός φθάνουμε στα χάλια που είμαστε σήμερα. Η δημιουργία για μένα δεν είναι πολυτέλεια. Είναι μια αναγκαιότητα».

INFO

«Συγχώρεσέ με» στο Εθνικό Θέατρο – Κτίριο Τσίλερ – Νέα Σκηνή Νίκος Κούρκουλος (Αγίου Κωνσταντίνου 22-24, τηλ. 210-5288.170). Παίζουν: Μαρία Σκουλά, Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Ηρώ Μπέζου, Ελενα Τοπαλίδου, Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη, Λαέρτης Μαλκότσης, Μαρία Καλλιμάνη, Πηνελόπη Τσιλίκα, Ελένη Μπούκλη, Γιώργος Κατσής