Παρά τις αρνητικές εξελίξεις των τελευταίων ημερών, κάτι θετικό μπορεί να προκύψει στην Ευρώπη. Το άλλο Σάββατο, 1η Νοεμβρίου, αναλαμβάνει τα καθήκοντά της η νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπό τον Ζαν – Κλοντ Γιούνκερ, ενώ έναν μήνα μετά, την 1η Δεκεμβρίου, θα αναλάβει ο νέος πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ο πρώην πρωθυπουργός της Πολωνίας Ντ. Τουσκ. Με τις αλλαγές αυτές, η ΕΕ εγκαινιάζει έναν νέο πενταετή θεσμικό και νομοθετικό κύκλο κλείνοντας τη δεκαετή «περίοδο Μπαρόζο» στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ηταν η περίοδος εκδήλωσης της οξύτερης οικονομικής κρίσης στην ιστορία της μεταπολεμικής Ευρώπης, που απείλησε την ίδια την ύπαρξη της ΕΕ και οπωσδήποτε της ευρωζώνης. Αλλά εάν η Ενωση κατάφερε σε κάποιον βαθμό να τιθασσεύσει την κρίση, δεν απέφυγε την εξασθένηση των θεσμών της, την υπονόμευση της νομιμοποίησής της και την οργή σημαντικών τμημάτων της ευρωπαϊκής κοινωνίας –που καταγράφηκε στις τελευταίες ευρωεκλογές με την άνοδο των ευρωσκεπτικιστικών, ακροδεξιών, εθνολαϊκών δυνάμεων. Οι αυστηρές πολιτικές λιτότητας που η Ενωση εφάρμοσε, υπό την πίεση κυρίως της Γερμανίας, έχουν οδηγήσει την ευρωπαϊκή κοινωνία σε απόγνωση και σε αμφισβήτηση από σημαντικά τμήματά της του ευρωπαϊκού ενοποιητικού εγχειρήματος. Με 26 εκατομμύρια ανέργους και συρρικνωμένα επίπεδα διαβίωσης αυτό ήταν λίγο – πολύ αναπόφευκτο.

Επομένως το ερώτημα που ανακύπτει είναι εάν μέσα στη νέα περίοδο που αρχίζει για την Ενωση μπορεί να αλλάξει κάτι. Νομίζω ότι «κάτι» όντως μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο φυσικά, αν και κάποιος δεν θα πρέπει οπωσδήποτε «να κρατάει και ένα πολύ μεγάλο καλάθι». Ωστόσο, κάποιες θετικές ενδείξεις διαγράφονται στον ορίζοντα. Πρώτα απ’ όλα νομίζω ότι ο κ. Γιούνκερ θα επιχειρήσει να αποκαταστήσει τον θεσμικό και πολιτικό ρόλο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Να επαναφέρει δηλαδή τις αρμοδιότητες και το δικαίωμα της πρωτοβουλίας από τις πρωτεύουσες και, κυρίως, από το Βερολίνο στις Βρυξέλλες. Να αποκαταστήσει αυτό που στη στρεβλή τεχνική γλώσσα των Βρυξελλών ονομάζεται «κοινοτική μέθοδος λήψης των αποφάσεων». Μπορεί να ακούγεται λίγο γραφειοκρατικό, αλλά δεν είναι. Εχει βαθιά πολιτική σημασία. Στην προσπάθεια αυτή θα συναντήσει την ισχυρή αντίθεση κάποιων πρωτευουσών (κυρίως του Βερολίνου), αλλά θα έχει την υποστήριξη του Ευρωκοινοβουλίου και κάποιων πρωτευουσών, περιλαμβανομένης της Αθήνας.

Αλλά, παρά τη σημασία τους, όλα αυτά δεν ενδιαφέρουν άμεσα τον μέσο ευρωπαίο πολίτη. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι το εισόδημά του, η απασχόληση, η διαβίωσή του.

Και στο καίριο αυτό σημείο διαγράφονται επίσης θετικές προοπτικές. Η νέα Επιτροπή Γιούνκερ, ευθύς μόλις αναλάβει, θα έχει άμεση κύρια προτεραιότητα τη σύνταξη ενός πακέτου δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων ύψους 300 δισ. ευρώ για την προώθηση της ανάπτυξης και της απασχόλησης. Πρωτοβουλία που θα εφαρμοσθεί σε χρονικό ορίζοντα τριετίας και που μπορεί να αλλάξει το οικονομικό τοπίο στην Ευρώπη, αν και δεν είναι ακόμη γνωστό από ποιες ακριβώς πηγές θα προέλθει το κολοσσιαίο αυτό ποσό των 300 δισ.

Αυτό όμως που πολιτικά έχει σημασία είναι ότι συνειδητοποιείται, ανάμεσα στις χώρες – μέλη, ότι μια θαρραλέα επενδυτική παρέμβαση είναι απολύτως αναγκαία προκειμένου να αποφευχθεί η διολίσθηση της Ευρώπης σε παρατεταμένη οικονομική ύφεση. Και καθώς αυτή τη φορά με ύφεση απειλείται και η Γερμανία, το Βερολίνο εμφανίζεται περισσότερο ανοιχτό για ένα επενδυτικό πρόγραμμα, χωρίς να εγκαταλείπει βεβαίως την προτεσταντική εμμονή του στη δημοσιονομική πειθαρχία. Από την άλλη μεριά, Γαλλία και Ιταλία πιέζουν έντονα για ένα νέο αναπτυξιακό deal στον ευρωπαϊκό χώρο σε συνδυασμό με ένα πρόγραμμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και δημοσιονομικής εξυγίανσης.

Μέσα από τις επενδυτικές αυτές ευκαιρίες μπορεί να επωφεληθεί και η Ελλάδα. Κύρια προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η χώρα να έχει οικονομική και πολιτική σταθερότητα. Θεωρίες ότι μετά τον τερματισμό της τρέχουσας σκληρής φάσης του Μνημονίου η χώρα μπορεί να αποδεσμευθεί πλήρως από την προστατευτική ομπρέλα στήριξης και προγράμματος αποδείχθηκε από τη βίαια αντίδραση των αγορών ότι δεν δημιουργούν τις προοπτικές σταθερότητας. Βρυξέλλες, ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και αγορές ενδιαφέρονται κυρίως να έχουν προβλεψιμότητα (predictability) και είναι ακριβώς αυτό που φαίνεται να μη τους προσφέρει αυτή τη στιγμή η ελληνική πολιτική πραγματικότητα.

Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών