Στις προσπάθειες ελλήνων αξιωματούχων να μεταπείσουν τους δανειστές τους από τη ζώνη του ευρώ, ώστε να κοιτάξουν πέρα από τα υφιστάμενα χρηματοοικονομικά δίκτυα ασφαλείας και να βοηθήσουν τη χώρα να ξεφύγει από τα δεσμά της διάσωσης της, αναφέρεται σημερινό δημοσίευμα του Bloοmberg.

Σύμφωνα με το πρακτορείο η ελληνική πρόταση συνίσταται στο να επιτραπεί στην Ελλάδα η μετατροπή των μη χρησιμοποιούμενων κεφαλαίων από το ισχύον πρόγραμμα στήριξης των τραπεζών (ΤΧΣ) σε μια πιστωτική γραμμή, κάτι που θα δώσει στους έλληνες αξιωματούχους ένα σχέδιο ασφάλεια στην περίπτωση που δυσκολευτούν να διαθέσουν ομόλογα στις αγορές.

Το Bloomberg αναφέρει πως το μέγεθος της πιστωτικής γραμμής μπορεί να φτάσει τα 15 δισ. ευρώ μέχρι το 2016, συμπεριλαμβανομένων των κερδών των ομολόγων SMPs και ANFAs (τα κέρδη που καταγράφουν οι κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης από τα ελληνικά ομόλογα που δεν μετείχαν στο PSI), τα οποία οι εθνικές κυβερνήσεις έχουν ήδη δεσμευτεί να επιστρέψουν στην Ελλάδα.

Σύμφωνα με την δομή που προτείνουν οι έλληνες διαπραγματευτές ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) θα δημιουργήσει ένα ειδικό ταμείο από τα αχρησιμοποίητα κεφάλαια του προγράμματος στήριξης, παρακάμπτοντας τις υφιστάμενες πιστωτικές γραμμές του ESM (PCCL και ECCL).

Το δημοσίευμα αναφέρεται στις προσπάθειες του Πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά να πείσει τους ψηφοφόρους ότι η Ελλάδα έχει ανακτήσει την οικονομική ανεξαρτησία της και να καθησυχάσει τους επενδυτές ότι η χώρα μπορεί να αναχρηματοδοτήσει τις υποχρεώσεις της χωρίς τη διεθνή «σανίδα σωτηρίας» που της έχει παρασχεθεί από το 2010.

Χαρακτηριστικά τονίζει πως ο Σαμαράς έχει στοιχηματίσει την πολιτική αξιοπιστία του στην έξοδο από το πρόγραμμα διάσωσης το τρέχον έτος και στην χαλάρωσης της αντιλαϊκής οικονομικής εποπτείας της χώρας από τη ζώνη του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο .

Σύμφωνα με τους αξιωματούχους που επικαλείται το Bloomberg, η Ελλάδα θα κάνει χρήση των κεφαλαίων του προληπτικού προγράμματος μόνο ως ύστατη λύση, εάν διαπιστώσει ότι αποκλείσθηκε εκ νέου από τις αγορές. Πάντως, οι εμπλεκόμενοι στη σχετική διαπραγμάτευση δεν έχουν ακόμη συμφωνήσει για το είδος της εποπτείας.