Φουντώνει μέσα και γύρω μας η αίσθηση ότι η πολιτική ζωή της χώρας εισήλθε σε ένα κρίσιμο μεταίχμιο, ίσως το κρισιμότερο μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Το ενστικτώδες όσο και βασανιστικό «πού πάμε;» μπορεί κάθε πολίτης να επιχειρήσει να το προσεγγίσει από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Η πρώτη συνδέεται με τη «μεγάλη εικόνα» των εξελίξεων. Κρίσιμα μεγέθη είναι το χάσμα μεταξύ μακροοικονομικής βελτίωσης και επιρροής της στην πραγματική οικονομία, η ρεαλιστικότητα των ελπίδων που έχουν επενδυθεί στη «λήξη του Μνημονίου», οι διακηρύξεις για τη βελτίωση της εικόνας της Ελλάδας εκ μέρους της διεθνούς κοινότητας και οι διαπραγματευτικές δυσκολίες ή και παρεξηγήσεις με τους δανειστές μας, η συνέχιση και ένταση του επενδυτικού ενδιαφέροντος από το εξωτερικό και η αναβολή υλοποίησης του επενδυτικού άλματος. Σταθμοί που σημάδεψαν και θα προσδιορίσουν την έκβαση της «μεγάλης εικόνας» μπορούν να θεωρηθούν, κατά σχεδόν χρονολογική σειρά, η κατάποση του ΕΝΦΙΑ, η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της πανευρωπαϊκής τραπεζικής άσκησης, ο χρόνος απελευθέρωσης της ελάσσονος συμπολίτευσης και ο τρόπος σύνθεσης των ετερονομιών της μείζονος αντιπολίτευσης, οι προθέσεις και εκδηλώσεις της τρόικας, ιδίως του ΔΝΤ, για το χρέος και, σταθμός που περικλείει τα πάντα, η προεδρική εκλογή.

Υπάρχει όμως και η λιγότερο θεαματική αλλά όχι λιγότερο εύγλωττη «μικρή εικόνα», όπως συντίθεται από τις καθημερινές εξελίξεις. Αυτές είναι που προσδιορίζουν τη στάση ημών των ιδίων έναντι των εαυτών μας και της προσπάθειας συλλογικής ανάκαμψης. Εδώ έρχεται στην επιφάνεια η πραγματικότητα της «μεταρρυθμιστικής προσπάθειας», ο βαθμός δηλαδή υλοποίησης πολυεπίπεδων αλλαγών –λειτουργίας του κράτους, θεσμών, νοοτροπίας των πολιτών –τις οποίες όλοι υποτίθεται ότι θεωρούμε απαραίτητες, αλλά πολλοί συστηματικά υπονομεύουν. Τα πιο γνωστά και συζητημένα πρόσφατα περιστατικά συνδέονται με τις αρνήσεις αποδοχής ψηφισμένων ρυθμίσεων στα πανεπιστήμια και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση –με τις αντιστάσεις μάλιστα στη δεύτερη περίπτωση να έρχονται και από τους ίδιους τους εκλεγμένους φορείς της δημόσιας εξουσίας. Πιστεύω όμως ότι ακόμα πιο αντιπροσωπευτική εικόνα δίνει ο τρόπος συμμόρφωσής μας με κοινοτικές επιταγές, ειδικά αυτή την εποχή της ασφυκτικής ευρωπαϊκής εποπτείας αλλά και της ανάγκης να πείσουμε όχι τόσο για τη νομιμοφροσύνη μας, αλλά για την «οικειοποίηση» της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας.

Κατά τον μήνα που ολοκληρώνεται, η Ελλάδα έκανε ρεκόρ παραβάσεων σε σχέση τόσο με τα άλλα κράτη – μέλη όσο και με τις πρόσφατες επιδόσεις της. Για έξι περιπτώσεις την παραπέμπει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ετοιμάζεται να κινήσει τη δικαστική διαδικασία. Από αυτές, οι τρεις αφορούν θέματα δημόσιας υγείας –ανεπαρκής διαχείριση τοξικών αποβλήτων, ασφάλεια σιδηροδρόμων, ασφάλεια επιβατών σε λεωφορεία και πούλμαν –και τρεις συνδέονται με κανόνες ίσης μεταχείρισης, είτε φορολογικής –μεταξύ πλοίων με ελληνική και ξένη σημαία και μεταξύ πρατηρίων βενζίνης στα σύνορα της χώρας και στην υπόλοιπη επικράτεια –είτε ανθρωπιστικής –μη εφαρμογή των κανόνων άδειας, διαμονής και εργασίας για νόμιμους εργαζομένους από τρίτες χώρες.

Ενώ θεωρητικά η ελληνική πολιτεία κόπτεται για το περιβάλλον και την ισονομία και το ίδιο το Σύνταγμα επιβάλλει την προστασία τους, οι δημόσιες Αρχές δεν συμμορφώνονται καν με κοινούς για όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης κανόνες που θα διευκόλυναν αυτήν την προστασία. Στα λόγια θέλουμε να αλλάξουμε προς το καλύτερο. Στην πράξη κάνουμε τα πάντα για να δείξουμε ότι αν αφεθούμε μόνοι μας θα γυρίσουμε στις παλιές συνήθειες της ελληνικής καθυστέρησης και της ελληνικής «ιδιαιτερότητας».

Γράφω όλα τα παραπάνω επειδή δεν πιστεύω ότι το στοίχημα της οικειοθελούς αλλαγής προς το καλύτερο έχει ακόμα εντελώς χαθεί –τόσο σε πολιτικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Αλλά και για να δείξω πόση αβεβαιότητα και πόση ανηφόρα έχουμε μπροστά μας, όποιος και να μας κυβερνάει και όποιος και να μας σπρώχνει.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος, πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς