Ως γνωστόν, ο όρος «πρόσοδος» χρησιμοποιείται για να δηλώσει εισοδήματα που δεν προκύπτουν από την εργασία ή την επιχειρηματική δραστηριότητα, αλλά από την αξιοποίηση ενός εμπράγματου ή άυλου περιουσιακού στοιχείου. Η έγγειος πρόσοδος προέρχεται από την εκμετάλλευση της γης και των ακινήτων. Η πιστωτική πρόσοδος προέρχεται από τις αποταμιεύσεις.

Δεν είναι όμως αυτά τα είδη της προσόδου που μας ενδιαφέρουν εδώ. «Πολιτική πρόσοδος» είναι κάτι άλλο. Πρόκειται για τα εισοδήματα τα οποία οι απολήπτες τους οφείλουν στο άυλο περιουσιακό στοιχείο που συνιστά η προνομιακή σχέση που κατάφεραν να αποκτήσουν με το κράτος και στην, μέσω αυτής, εκμετάλλευση της δυσλειτουργίας ή της αυθαιρεσίας του. Επί παραδείγματι, «πολιτική πρόσοδος» είναι το υπερτίμημα που λαμβάνουν, παρανόμως, εργολήπτες και προμηθευτές του Δημοσίου στην περίπτωση υπερτιμολόγησης ενός έργου ή υποβάθμισης της ποιότητάς του. Είναι η υψηλή σύνταξη που λαμβάνει σε νεαρή και παραγωγική ηλικία ο συνταξιούχος ενός «ευγενούς Ταμείου», χωρίς να έχει καταβάλει ανάλογες εισφορές εξ ιδίων, και η οποία χρηματοδοτείται από αναγκαστικές εισφορές που επιβαρύνουν εργαζόμενους «πληβειακών» κλάδων. Είναι η διαφορά του εισοδήματος που απολαμβάνει κάποιος ο οποίος δραστηριοποιείται σε έναν κλάδο στον οποίο το κράτος με διοικητική απόφασή του απαγορεύει την επαγγελματική ενεργοποίηση άλλων πολιτών, από το εισόδημα που θα αποκόμιζε εάν δεν υπήρχε ο περιορισμός αυτός και ο ανταγωνισμός ήταν ελεύθερος. Είναι η διαφορά ανάμεσα στις απολαβές ενός αργόμισθου, χωρίς πραγματικό αντικείμενο εργασίας, «εργαζόμενου» του ευρύτερου δημόσιου τομέα και στην όποια –ελάχιστη ή μηδενική –πραγματική παραγωγική συμβολή του.

Τονίζουμε με έμφαση ότι δεν είναι «πολιτική πρόσοδος» οι δαπάνες για την Παιδεία, την Υγεία και την Αμυνα μιας χρηστής Δημόσιας Διοίκησης ή οι παροχές ενός δίκαιου και διαφανούς κράτους πρόνοιας όπως για παράδειγμα η ενίσχυση ευπαθών κοινωνικών ομάδων, ιδιαίτερα σε περίοδο οικονομικής κατάρρευσης όπως αυτή που διανύουμε. (Είναι όμως, βεβαίως, η υπερδιόγκωση της δαπάνης για υγεία και περίθαλψη που παρατηρήθηκε από το 2005 έως το 2010, χωρίς να υπάρξει ανάλογη βελτίωση στις προσφερόμενες υπηρεσίες). Το χαρακτηριστικό της «πολιτικής προσόδου», είτε παράνομη είναι αυτή (υπερτιμολογήσεις, χρηματισμοί, «προκλητή ζήτηση») είτε νομότυπη (φόροι υπέρ τρίτων, εγγυημένο ποσοστό κέρδους, προνομιακές αμοιβές αέργων), είναι πως πρόκειται για καταχρηστική μεταφορά κοινωνικών πόρων, μέσω του κρατικού μηχανισμού, σε ομάδες «πολιτικών πελατών» χωρίς όμως κάτι τέτοιο να υπαγορεύεται από τους κανόνες της οικονομικής αποτελεσματικότητας και ορθολογικότητας ή από τις επιταγές της κοινωνικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης.

«Πολιτική πρόσοδος» υπάρχει, προφανώς, σε όλες τις χώρες του κόσμου. Ισως, όμως, σε καμία χώρα, του βόρειου ημισφαιρίου τουλάχιστον, δεν συναντάται στον βαθμό και στο μέγεθος που συναντάται στην Ελλάδα. Παρ’ ημίν καθιερώθηκε ως εθνικός θεσμός, πανηγυρικά, από την «εθνικόφρονα» παράταξη, μετά τη λήξη του Εμφυλίου. Αναγνωρίζοντας όμως τη σημασία της, στη Μεταπολίτευση την εναγκαλίστηκαν ενθέρμως και οι λοιπές παρατάξεις, συμπεριλαμβανομένης της σύμπασας Αριστεράς. Εκτοτε η «πολιτική πρόσοδος» αποτελεί το κατ’ εξοχήν πεδίο και έπαθλο της πολιτικής αντιπαράθεσης και της «κατάληψης» του κράτους. Στην πραγματικότητα, όλοι οι πολιτικοί σχηματισμοί έχουν συγκροτηθεί και λειτουργούν στη λογική της διαχείρισης, της διάθεσης ή της ανακατανομής της. Αυτό βέβαια δεν είναι καθόλου παράξενο, διότι πριν και πάνω απ’ όλα οι πολιτικοί σχηματισμοί είναι και οι ίδιοι απολήπτες σημαντικού –αφανούς –όγκου «πολιτικής προσόδου». (Υπάρχει και «εμφανής» όγκος που είναι οι κάποιες λίγες εκατοντάδες δανεικών και αγύριστων εκατομμυρίων –δεν χρεοκοπήσαμε από αυτά εν πάση περιπτώσει).

Η ενδημούσα στην Ελλάδα διαφθορά είναι απολύτως συσχετισμένη με τον όγκο και την πολιτικο-οικονομική πρωτοκαθεδρία της «πολιτικής προσόδου». Δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά διότι από τη φύση της η «πολιτική πρόσοδος» δεν γίνεται να διακινηθεί, να κατανεμηθεί ή ακόμη και να διεκδικηθεί με διαδικασίες διαφανείς, απρόσωπες και αντικειμενικές. Το ίδιο συσχετισμένη είναι, επίσης, η κοινωνική, οικονομική και ανθρωπολογική παρακμή της χώρας. Οταν «τα λεφτά» μπορούν πολύ εύκολα να κερδηθούν από την κατάλληλη πολιτική επαφή, γιατί να διακινδυνεύσει και να κουραστεί κάποιος στον δύσκολο στίβο της εργασίας και της επιχειρηματικότητας; Τελείως ορθολογικά, σε σχέση με τις περιβάλλουσες δομές, οι ισχυροί αποβλέπουν σε ένα καλό συμβόλαιο με το Δημόσιο ως εργολήπτες ή προμηθευτές, οι μικρομεσαίοι σε μια προνομιακή πρόσβαση σε κάποιο «κλειστό επάγγελμα» ή σε εξαρτημένη εργασία σε έναν «ευγενή» επαγγελματικό κλάδο, οι αδύναμοι σε μια αργομισθία στον τοπικό δήμο ή, έστω, ως οδηγοί στην Εταιρεία Μελέτης της Μεσογειακής Λειχήνας (κι ας μη διαθέτει οχήματα). Η καθιέρωση της «πολιτικής προσόδου» ως βασικού μέσου κοινωνικής καταξίωσης στη χώρα ασκεί καταστροφικές, διαβρωτικές επιδράσεις ακόμη και στη δημογραφική της αρτιμέλεια. Πάνω από ένα εκατομμύριο θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα περιφρονούνται από τους έλληνες πολίτες και καλύπτονται από αλλοδαπούς. Και αυτό δεν είναι το χειρότερο. Ενας λαός που δεν δημιουργεί αλλά βιοπορίζεται εν πολλοίς θεωρώντας την επαιτεία προς τις Βρυξέλλες ως πηγή εισοδήματος και ζει αναζητώντας την «πολιτική πρόσοδο», είναι μοιραία και ένας λαός που πάσχει πνευματικά, ιδεολογικά και ηθικά, οδηγούμενος αναπόδραστα στην απώλεια του ελέγχου της χώρας του: θεωρεί ότι η πρόοδος και η προκοπή της δεν εξαρτάται από τη σκληρή εργασία και τον δημιουργικό μόχθο, αλλά από το πόσο σκληρά θα διαπραγματευθούμε με τους «δανειστές»!

Για όσους θέλουν να αντισταθούν στην προϊούσα παρακμή της χώρας, η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο παλιό και στο νέο δεν βρίσκεται ούτε σε πολιτικούς αναγραμματισμούς και μετονομασίες, ούτε στον αναμηρυκασμό αφηρημένων ιδεολογιών ξένων προς την απαθλιωτική σημερινή ελληνική πραγματικότητα, ούτε στα μεγάλα κούφια πολιτευτικά λόγια. Εκφραστής του νέου, στην πολιτική, στην οικονομία, στην ηθική, στον πολιτισμό, είναι όποιος εγγράφει στο πολιτικό του πρόγραμμα και αγωνίζεται για τον εκμηδενισμό της «πολιτικής προσόδου» από τη χώρα.

Η δημιουργία μιας κοινωνίας στην οποία ο κάθε πολίτης θα αμείβεται ανάλογα με την εργασία του (εκτός, βεβαίως, των αναξιοπαθούντων) και όχι αναλόγως της προνομιακής ή μη σχέσης του με το κράτος, δεν είναι ένας στενός οικονομίστικος στόχος. Αντίθετα. Είναι «κρίσιμος κρίκος» από τον οποίο μπορεί να κρατηθεί η πολιτική, οικονομική και ηθική εξυγίανση της χώρας, δηλαδή η προϋπόθεση για την οικοδόμηση μιας Ελλάδας ικανής να επιβιώσει στηριγμένη στις δικές της δυνάμεις, εν μέσω των συνταρακτικών ανατροπών και εξελίξεων του 21ου αιώνα.

Ο Κωνσταντίνος Γάτσιος είναι πρύτανης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και ο Δημήτρης

Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγος