Επανειλημμένως έχω γράψει για την καταστροφή των ψυχών που οι εξουσίες μάς έχουν καταφέρει χρησιμοποιώντας ως μέσο ακόμη και την κρίση, ακόμη και την πείνα· και έχω εκφράσει τον φόβο ότι η καταστροφή αυτή είναι ανεπανόρθωτη και ότι οι άνθρωποι που θα βγουν απ’ αυτό το καμίνι θα είναι εντελώς διαφορετικοί –λιγότερο ανθρώπινοι, σκληροί -, τα νέα λαμόγια έχουν αρχίσει ήδη να κάνουν την εμφάνισή τους! Στις 20 του περασμένου Ιανουαρίου, για παράδειγμα, έγραφα στα «ΝΕΑ» για την κοινωνία που παραδίδει η γενιά μου: «[…] όλες αυτές οι παρανομίες, οι κλοπές δημοσίου χρήματος, η συναλλαγή, η διαφθορά και η διαπλοκή δεν οφείλονται στο πολιτικό σύστημα· δεν φταίει το αντιπροσωπευτικό μας πολίτευμα γι’ αυτό. Φταίνε οι ποικίλες εξουσίες που έχουν αναλάβει να το προστατεύσουν –το έκαναν εις βάρος της κοινωνίας· κανένας, καμιά από τις, και αλληλοσυγκρουόμενες, εξουσίες δεν θέλησε να προστατεύσει τις συνειδήσεις των κοινωνικών ανθρώπων. Εβαλλαν και εναντίον τους […]».

Φαινόταν με αυτά τα γραφόμενά μου να έχω απελπιστεί και να μην έχω τη δύναμη να ελπίζω στο καλύτερο αύριο· να λυπάμαι τους νέους, να κλαίω για τα εγγόνια μου που κανένας δεν τα ρώτησε αν μπορούν να αντέξουν, να πολεμήσουν στην ανάγκη, τη βαρβαρότητα των εξουσιών της κοινωνίας.

Εν τούτοις, μια άτυχη στιγμή με την υγεία μου έγινε αιτία να γνωρίσω μία ελπίδα: υπάρχει ακόμη ψυχή, υπάρχουν ακόμη άνθρωποι, υπάρχουν ακόμη ζεστές αγκαλιές· δεν τα έχει ακόμη καταστρέψει όλα η κρίση· οι προσπάθειες –ακριβολογώ και μπορώ να το αποδείξω ότι πρόκειται για προσπάθειες –των εξουσιών να καταστρέψουν τις ψυχές δεν έχουν πετύχει πλήρως. Υπάρχουν άνθρωποι που αντιστέκονται, κρατούν την ψυχή τους δυνατή, όσο μπορούν, με πολλή προσπάθεια –θα καταλάβετε σε λίγο γιατί λέω «με προσπάθεια».

Συγκεκριμένα, η άτυχη στιγμή που έλεγα πριν με έφερε, ύστερα από περιπέτειες, στο Ευγενίδειο Θεραπευτήριο στην Αθήνα. Εκεί, μολονότι άρρωστος, έπεφτα από έκπληξη σε έκπληξη· από την πρώτη στιγμή· από την υποδοχή. Γνώρισα μια πολύ λεπτή ευγένεια που μου έλεγε ησύχασε, θα σε φροντίσουμε· στο ψαχνό, γιατί φαινόταν ότι ήμουν ανήσυχος από ό,τι είχε προηγηθεί. Αφού έκαναν τα πρώτα «ιατρικά», φρόντισαν ακόμη και να φάω, μολονότι είχε προ πολλού περάσει η ώρα του φαγητού. Ε, πώς να μην ησυχάσω. Από την πρώτη στιγμή.

Βρέθηκα λοιπόν σε ένα περιβάλλον όπου περίσσευαν η ευγένεια, η συμπάθεια, ακόμη και η αγάπη από ανθρώπους που για πρώτη φορά με έβλεπαν. Ούτε για μια φορά δεν άκουσα κάποιον να μου μιλήσει στον ενικό· από τις καθαρίστριες και τους πάντοτε πρόθυμους νοσοκόμους μέχρι τις νοσηλεύτριες, τις προϊσταμένες και τους γιατρούς –έχω μεγάλη ευαισθησία σε αυτό το ζήτημα γιατί στους φοιτητές μου απευθυνόμουν πάντοτε στον πληθυντικό.

Αυτό όμως που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση είναι ότι όλοι πάλι, χωρίς εξαίρεση, δηλαδή και οι γιατροί, πριν μπουν να με δουν, να με εξετάσουν ή να μου προσφέρουν τη νοσηλεία χτυπούσαν την πόρτα!

Τελευταίο: το χαμόγελο στα χείλη. Ειλικρινές, ανεπιτήδευτο, αληθινό, από νοσηλευτή σε νοσηλευόμενο, από άνθρωπο σε άνθρωπο δηλαδή. Μα πού βρέθηκε αυτό το ειδυλλιακό περιβάλλον, εύλογα θα σκεφθεί κάποιος –πού βρέθηκαν τόσο ευτυχισμένοι άνθρωποι.

Αυτά θα τα σκεφθούν όσοι δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι, παρά τις προσπάθειες και των ίδιων ίσως, εξακολουθούν να υπάρχουν εργαζόμενοι με ανθρώπινη, κοινωνική και εργασιακή συνείδηση. Οτι υπάρχουν εργαζόμενοι που αγωνίζονται να μείνουν άνθρωποι με κοινωνική συνείδηση!

Και ακούστε το τελευταίο και, αν είστε όρθιοι, σας συνιστώ να καθήσετε: αυτοί οι άνθρωποι όπως τους περιέγραψα δεν έχουν πληρωθεί παρά μόνο μέχρι τον Απρίλιο. Τον Μάιο, τον Ιούνιο, τον Ιούλιο, τον Αύγουστο –και όπου να ‘ναι πιάνουμε Σεπτέμβριο –αναρωτήθηκε κανείς πώς ζουν; Αν τρώνε, αν μπορούν να πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους; Τους έχει σκεφθεί κανείς; Το Ευγενίδειο Θεραπευτήριο έχει Διοικητικό Συμβούλιο.

Ο Βασίλης Κρεμμυδάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών