Βασισμένος σε πρωτογενείς πηγές, ο συγγραφέας και ιστορικός συστηματοποιεί τον τρόμο, την αναρχία και το μίσος που απελευθερώθηκαν στην Ευρώπη μετά τη λήξη του πολέμου. Αποκαθηλώνει πολλούς από τους μύθους των αντιστασιακών κινημάτων αλλά και τις εθνικές διακηρύξεις περί λαϊκής ενότητας στον αγώνα κατά του Κακού.

Με εξαίρεση την Ελλάδα όπου οι απόηχοι του παρατεταμένου Εμφυλίου καλά κρατούν, η περίοδος μετά τη γερμανική συνθηκολόγηση (9 Μαΐου 1945) σκιάζεται από έναν πέπλο. Οι εικόνες από τους πανηγυρισμούς στην Τάιμς Σκουέρ ή ακόμη το «μανιτάρι» της Χιροσίμα έδωσαν στις επόμενες γενιές την αίσθηση ότι ο μεγαλύτερος πόλεμος στην Ιστορία είχε τελειώσει μεμιάς, ότι το Καλό είχε νικήσει το Κακό, ότι η καθολική αυτή σύρραξη δεν ήταν παρά ένας παραλογισμός, ότι κανείς δεν πρόκειται εφεξής να επαναλάβει τα ίδια λάθη. Οι νέες ηγεσίες στη Γηραιά Ηπειρο φρόντισαν να διακινήσουν τον μύθο της ενότητας των λαών τους απέναντι στους κατακτητές, ακόμη κι αν επρόκειτο για έθνη που συνεργάστηκαν ευθέως με τον Αξονα (Ουκρανία, Ουγγαρία, Ρουμανία, Ιταλία, Βουλγαρία) ή για άλλα (κυρίως Γαλλία αλλά και Δανία, Ολλανδία, Βέλγιο) που ηττήθηκαν μέσα σε μία νύχτα και συμβιβάστηκαν με τη μοίρα τους, μέχρι τουλάχιστον τη συμμαχική απόβαση στη Νορμανδία. Η πλήρης κάθαρση σπανίως προωθήθηκε και οι πάντες επείγονταν να ξεχάσουν το παρελθόν. Εκτοτε χιλιάδες λογοτεχνικά και κινηματογραφικά έργα υπηρέτησαν τη μονόμπαντη αυτή θεώρηση της Ιστορίας.

Ο Κιθ Λόου χαλάει την ειδυλλιακή αυτή εικόνα, από μια προοδευτική, θα λέγαμε, σκοπιά. Η εικόνα της Ευρώπης για πολλά χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, μας λέει, δεν ήταν απλώς αυτή της ερήμωσης και της υλικής καταστροφής. Τα περισσότερα από 40 εκατομμύρια θύματα, οι πολλαπλάσιοι ανάπηροι και τραυματίες, οι σκελετωμένοι πρώην έγκλειστοι στα εκατοντάδες στρατόπεδα συγκέντρωσης, διακίνησης ή εργασίας, οι άστεγοι και οι ισοπεδωμένες από τους βομβαρδισμούς πόλεις, η απουσία υποδομών, ηλεκτρικού, νερού, τροφίμων και άλλων πολλών ήταν η κύρια και πλέον γνωστή όψη των συνεπειών του πολέμου. Δίπλα σ’ αυτήν όμως θα πρέπει να παραθέσουμε εκατομμύρια χήρες και ορφανά, περιοχές ολόκληρες όπου απουσίαζε ο ανδρικός πληθυσμός με ό,τι αυτό σήμαινε από κοινωνική άποψη, χιλιάδες εξώγαμα παιδιά με πατέρα Ναζί που αποκλείονταν από την κοινωνική ένταξη (κυρίως στη Νορβηγία), εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες που θεωρήθηκαν «πόρνες του κατακτητή» και κακοποιήθηκαν βάναυσα, αλλά και εκατομμύρια βιασμούς από τους νικητές, κυρίως τους Σοβιετικούς. Ο Λόου μάς δίνει άφθονες σχετικές μαρτυρίες που καταδεικνύουν τη γενικευμένη ηθική εξαχρείωση.

Οι απελευθερωμένοι πληθυσμοί ήθελαν ασφαλώς να εκδικηθούν για όσα υπέστησαν και η απουσία θεσμών ασφάλειας και δικαιοσύνης το επέτρεψε. Η αυτοδικία έγινε κανόνας ενώ δίπλα στους δωσίλογους και τους συνεργάτες του κατακτητή θα τιμωρούνταν σκληρά πολιτικοί αντίπαλοι, αλλοεθνείς και αλλόθρησκοι. Με το τέλος του πολέμου οι πρώην φυλακισμένοι έγιναν συχνά δήμιοι των φυλάκων τους. Εκατομμύρια άνθρωποι κλείστηκαν στα ίδια στρατόπεδα συγκέντρωσης όπου είχε προωθηθεί η Τελική Λύση, μέχρι να διεκπεραιωθεί ο επαναπατρισμός τους. Το εργατικό δυναμικό που είχε στρατολογηθεί στις κατακτημένες χώρες περιφερόταν σε ένα έρημο τοπίο ληστεύοντας, βιάζοντας και φονεύοντας. Οι δίκες των Ναζί και των συνεργατών τους δεν περιορίζονταν στη Νυρεμβέργη αλλά γίνονταν σε όλες τις απελευθερωμένες ζώνες. Και οι επιβιώσαντες από το Ολοκαύτωμα Εβραίοι επέστρεφαν στο χωριό τους για να βρουν την περιουσία τους υφαρπαγμένη από τις Αρχές και τους γείτονες και να γίνουν αντικείμενο ενός νέου πογκρόμ σε χώρες όπως οι Ουγγαρία και Πολωνία.

Η εκδίκηση και η μισαλλοδοξία ήταν οι κινητήριες δυνάμεις πίσω από τη δημιουργία εκατομμυρίων νέων θυμάτων. Γύρω στα δέκα εκατομμύρια Γερμανοί απομακρύνθηκαν από τις δυτικές πολωνικές επαρχίες, την Ανατολική Πρωσία, τη Γιουγκοσλαβία, τη Ρουμανία και τη Σουδητία (παραμεθόριες περιοχές της Τσεχίας). Εκατοντάδες χιλιάδες δωσίλογοι αλλά και ουδέτεροι πολίτες βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν από παρτιζάνους. Αυτό όμως που χαρακτήρισε όλη αυτή την πρώιμη μεταπολεμική περίοδο ήταν οι πολιτικές εθνοκάθαρσης, κυρίως στη σοβιετική ζώνη. Πικροί εμφύλιοι είχαν βέβαια ήδη ξεσπάσει στη διάρκεια του πολέμου αλλά συνεχίστηκαν και αργότερα, με αποτέλεσμα ολόκληρες χώρες να αποκτήσουν την περιπόθητη φυλετική καθαρότητα. Ανάμεσά τους η Τσεχοσλοβακία, η Πολωνία και η Ουκρανία, στα εδάφη των οποίων γράφτηκαν μερικές από τις σκληρότερες σελίδες του πολέμου. Εξαίρεση η Γιουγκοσλαβία, όπου η αναγκαστική συμβίωση τουλάχιστον επτά διαφορετικών εθνοτήτων υπό τον Τίτο αποδείχθηκε πραγματική πυριτιδαποθήκη με όλα τα γνωστά επακόλουθα της δεκαετίας του ’90.

Ο Λόου σκηνογραφεί με δεινότητα την ταχύτατη πορεία καταναγκαστικής μετάβασης σε μονοεθνικές κοινωνίες περιγράφοντας μερικά από τα πιο ακραία επεισόδια στην πρόσφατη ευρωπαϊκή Ιστορία που εξηγούν πολλά από όσα εξακολουθούμε να ζούμε και στις ημέρες μας (λ.χ. Ουκρανία ή ανάδυση των νεοναζιστών περίπου παντού). Αποδεικνύει ότι οι Γερμανοί, εκτός από πραγματικός, αποδείχθηκαν και χρήσιμος συμβολικός εχθρός προκειμένου να κατασκευαστούν εθνικοί μύθοι ηρωισμού και ενότητας με παραφουσκωμένα νούμερα και επινοημένες ιστορίες. Ο πόθος για κοινωνικό μετασχηματισμό που διακονούσαν πολλά από τα ανταρτικά σώματα ανά την ήπειρο τέθηκε τελικά σε παρένθεση. Ενώ στην Ανατολική Ευρώπη μια σειρά πολιτικών συνωμοσιών και εκλογικών φαλκιδεύσεων υπό την εποπτεία του Κόκκινου Στρατού έφερε στην εξουσία μειοψηφικά κομμουνιστικά κόμματα όπου εντάχθηκαν και πολλά φασιστικά στοιχεία για να εξασφαλίσουν ασυλία, στη Δύση κάτι τέτοιο δεν κατέστη δυνατό καθώς τα τεράστια οικονομικά μέσα και η πίστη των Αμερικανών και Βρετανών στον πολυκομματισμό ευνόησαν πολιτικές λύσεις στο πλαίσιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Ας είναι. Το πλούσιο σε στοιχεία, επιμέρους ιστορίες και διδάγματα αυτό βιβλίο επιδέχεται και πολλές αναγνώσεις. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι στην σοβιετοκρατούμενη Λιθουανία ο τελευταίος παρτιζάνος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου σκοτώθηκε το 1987. Δεν είναι ν’ απορεί κανείς πώς, παρά τα επιτεύγματα της ευρωπαϊκής οικοδόμησης, επιβιώνουν τόσα ιστορικά φαντάσματα στις ημέρες μας.