Ο Τόμας Οστερμάιερ παρουσιάζει στο φετινό φεστιβάλ της Αβινιόν τον «Γάμο της Μαρίας Μπράουν». Ο 46χρονος διευθυντής του βερολινέζικου θρυλικού θεατρικού οργανισμού Σαουμπίνε και ένας από τους πιο γνωστούς σκηνοθέτες της γενιάς του εκφράζει με ειλικρίνεια και τόλμη τη γνώμη του για την κρίση των αξιών που πλήττει τον ευρωπαϊκό πολιτισμό: «Ναι, εμείς οι καλλιτέχνες της Αριστεράς, που υπήρξαμε για χρόνια αντικαθεστωτικοί με πατέντα, βρισκόμαστε στην ιστορική στιγμή που πρέπει να υπερασπιστούμε τα αστικό κράτος που οδηγείται σε αυτοκτονία».

Ο Τόμας Οστερμάιερ εντοπίζει τα σημάδια της αυτοχειρίας της αστικής τάξης στην προσαρμογή της στους νόμους της αγοράς. Κατά την άποψή του η μπουρζουαζία σήμερα μεταμορφώνεται σε χυδαία Chicago Boys (σ.σ.: ομάδα λατινοαμερικανών οικονομολόγων που στη Χιλή της δεκαετίας του ’70 εφάρμοσε μεταρρυθμίσεις σύμφωνα με τις αρχές του νεοφιλελευθερισμού) και αποστρέφεται τις ιδέες του Διαφωτισμού για αυτόνομη παιδεία και καλλιτεχνική δημιουργία.
«Η αστική τάξη που αναπτύχθηκε στη διάρκεια της βιομηχανικής επανάστασης κληρονόμησε από την αριστοκρατία την προτίμησή της για την κουλτούρα και την υποστήριξή της στους διανοούμενους. Με τη θυσία της τέχνης στον βωμό του κέρδους η αστική τάξη αυτοκτονεί επειδή απαρνείται το διακριτικό της «στόφας» της, το πλεόνασμα της ψυχής της, το κοινωνικό της γνώρισμα.

Το οποίο είναι η υποστήριξή της στους ευρηματικούς και ανεξάρτητους καλλιτέχνες. Και η δημοκρατική κατανομή προς το σύνολο ενός λαού του πλούτου που συσσωρεύει αυτή η κοινωνία μέσω των φόρων.

Επίσης εκείνη η αστική τάξη δεν επενδύει τα εισοδήματά της μόνο σε προσοδοφόρους τομείς, αλλά και σε δημόσια αγαθά όπως είναι οι βιβλιοθήκες, τα θέατρα, τα πάρκα, τα νοσοκομεία. Δηλαδή σε ό,τι προσδίδει ομορφιά και περηφάνια σε μια υγιή αστική κοινωνία».

Η εξήγηση που δίνει στο ότι η σημερινή αστική τάξη διαφέρει από τους προκατόχους της της βιομηχανικής επανάστασης οφείλεται στο ενδιαφέρον που δείχνουν τώρα για τις επιχειρήσεις και τις νέες τεχνολογίες. «Το θέατρο», λέει ο Τόμας Οστερμάιερ, «δεν είναι στο επίκεντρο αυτής της υπερδικτυωμένης ηλεκτρονικά ιθύνουσας τάξης. Περνά μια βαθιά κρίση και έχασε τον κυρίαρχο ρόλο που είχε στο ευρωπαϊκό παρελθόν, από την αρχαία Ελλάδα έως τη δεκαετία του ’80. Το λάθος δεν πέφτει μόνο πάνω στους ηθοποιούς, στους σκηνοθέτες ή στους δραματουργούς, οι οποίοι έχουν μερίδιο ευθύνης. Η κρίση του θεάτρου οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και σε ένα είδος ραθυμίας των θεατών, κατοίκων των αστικών κέντρων. Γιατί το θέατρο δεν είναι μια απλή ψυχαγωγία. Είναι πιο δύσκολο από ένα βιντεοπαιχνίδι. Αυτό το είδος τέχνης έχει έναν εκπαιδευτικό χαρακτήρα. Και αυτή η κρίση πέρασε και στο σινεμά και στις εικαστικές τέχνες, που έγιναν κερδοσκοπική αγορά για τους νεόπλουτους».

Ο καταιγιστικός αναλυτικός λόγος του γερμανού σκηνοθέτη επισημαίνει τον βαθμό σοβαρότητας της θεατρικής κρίσης στο επίπεδο κυρίως των θεατρικών συγγραφέων και των ηθοποιών. Θεωρεί μάλιστα ότι το επάγγελμα των σκηνοθετών εμφανίστηκε πρόσφατα στην ιστορία του θεάτρου γι’ αυτό και η όποια εξάλειψή τους δεν θα έχει σοβαρές συνέπειες.
Ομως ο δραματουργός βρίσκεται για να δημιουργεί έναν σύνδεσμο ανάμεσα στη σκηνή, στην κοινωνική και στην πολιτική πραγματικότητα που τον περιβάλλουν. «Γι’ αυτό όταν περνάμε στη σκηνή κάποιες σύγχρονες κοινωνικές αντιπαραθέσεις θα πρέπει να γίνεται με τρόπο λεπτό αλλά και διαυγή απέναντι στην πολυπλοκότητα του θέματος. Και να αποφεύγουμε την τακτική της απλούστευσης που οδηγεί σε ένα σύγχρονο θέατρο συναισθημάτων με περιορισμένη φιλοδοξία διανοητικού περιεχομένου.

Επίσης να πούμε ότι το θέατρο δεν είναι ούτε εκκλησία ούτε συνδικάτο, ούτε πολιτικό κόμμα».
Σε τι χρησιμεύει λοιπόν το θέατρο και γιατί οι ηθοποιοί διανύουν μια εποχή κρίσης;
«Το θέατρο φτιάχτηκε για να θέτει καλύτερα τα ερωτήματα και όχι για να δίνει απαντήσεις. Το βασικό είναι να ξαναγίνει το θέατρο η τέχνη των αντιπαραθέσεων. Πολλοί ηθοποιοί δεν κατανοούν ότι το πιο ευγενές καθήκον τους είναι να εκπροσωπήσουν επί σκηνής ανθρώπινες υπάρξεις σε όλη τους την πολυπλοκότητα. Να δείξουν χαρακτήρες με τους οποίους το κοινό μπορεί να ταυτιστεί.

Και όχι να επιδείξουν τον ναρκισσισμό τους απαγγέλλοντας το κείμενό τους έστω και με τρόπο “μοντέρνο”.
Είναι λοιπόν απαραίτητο να έχουμε ένα έργο σε σχέση με ό,τι παρατηρούμε να συμβαίνει στον δρόμο, στη σφαίρα του προσωπικού βίου, στην εργασία, στην καθημερινότητα της αγοράς».