Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, οι κάλπες των ευρωεκλογών έχουν μόλις ανοίξει. Οι δεύτερες εκλογές στην Ελλάδα της κρίσης, μετά τις βουλευτικές του 2012, περνούν ένα ηχηρό μήνυμα βαθιάς ενόχλησης, διαμαρτυρίας και απαξίωσης του πολιτικού συστήματος. Οι άνθρωποι που στελέχωναν όλα αυτά τα χρόνια τα δημοφιλή κόμματα βρίσκονται στο ναδίρ της συλλογικής εκτίμησης, στο ζενίθ της πολιτειακής απαξίας. Η επέλαση του φασισμού, του εθνικισμού και του λαϊκισμού θα καθορίσει τις εξελίξεις των ερχόμενων ημερών και την άσκηση της πολιτικής των επόμενων χρόνων.

Επί έναν μήνα τα δύο κόμματα, που συγκέντρωσαν τελικά τα μεγαλύτερα ποσοστά, καλούσαν τους ψηφοφόρους τους να πάνε στην κάλπη με στόχο να καταψηφίσουν τους άλλους ψηφίζοντας αυτούς. Το σλόγκαν του ΣΥΡΙΖΑ ήταν «ψηφίζουμε και φεύγουν», ενώ η Νέα Δημοκρατία καλούσε σε συστράτευση «για να μην έρθουν» οι άλλοι. Με τον τρόπο αυτό καλλιέργησαν το μίσος, την οργή, την πόλωση και πέρασαν το μήνυμα ότι η πολιτική είναι η κριτική του Αλλου, όχι η διαφήμιση των αρετών του Εαυτού. Αναμενόμενο ήταν η κοινωνία να εφαρμόσει στις κάλπες τακτική εξοστρακισμού, ψηφίζοντας για να διώξει, να βλάψει, να απορρίψει, και όχι να αναδείξει.

Στην ίδια λογική εντάσσεται και η ψήφος στη Χρυσή Αυγή που είναι η ακραία έκφραση μιας συλλήβδην απορριπτικής στάσης απέναντι σε κάθε ευθύνη. Ενίοτε, ενάντια και σε κάθε αίσθηση ανθρωπισμού. Τα επιχειρήματα της ελλιπούς ενημέρωσης, της απουσίας πολιτειακής κουλτούρας και της ψευδούς συνείδησης είναι πια αδύναμα να εξηγήσουν το προσβλητικά υψηλό, διψήφιο ποσοστό της. Η ψήφος στους νεοναζί εντάσσεται στη λογική της άρνησης του Aλλου και η ευθύνη για την αύξησή της είναι μοιρασμένη και βαραίνει όλους μας, πρωτίστως τα μεγάλα κόμματα που αναπαράγουν και αυτά το ίδιο απορριπτικό μοτίβο.

Φυσικά, η πολιτική είναι ανταγωνισμός, μάχη και αγώνας για επικράτηση. Πρέπει όμως να έχει μια θετικιστική οπτική. Να μιλάει για τον κόσμο με τρόπο θετικό, να θέτει οράματα, στόχους, ιδέες, να επιχειρηματολογεί για αυτά και να τα στηρίζει. Οταν τα κόμματα σπέρνουν τον φόβο, την οργή και την πόλωση, είναι αναμενόμενο να θερίσουν ψήφους με κριτήριο την εκδίκηση, το μίσος και την εναντίωση.

Ο θετικισμός στην πολιτική δεν είναι φυσικά εύκολο πράγμα. Η δυσκολία να γεννήσεις ιδέες, να παραγάγεις θέσεις και να αναλάβεις ευθύνες κάνει δελεαστική την εύκολη κριτική και τον εκφοβισμό για κάτι χειρότερο. Το θετικιστικό έλλειμμα που παρατηρείται και έξω από τα σύνορα της χώρας ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την πρωτοφανή είσοδο εκπροσώπων του φασισμού στην Ευρωπαϊκή Βουλή, μόλις μισό αιώνα μετά την αναγέννηση της Ευρώπης μέσα από τις στάχτες του ναζισμού, όταν έκανε στόχο της να τον πατάξει για πάντα.

Τα κόμματα που κινούνται στην Κεντροαριστερά συμμετείχαν λιγότερο στον χορό της πόλωσης. Οι ψηφοφόροι της Ελιάς φαίνεται να επικρότησαν την κουλτούρα της συναίνεσης που τόλμησαν συνασπιζόμενες διαφορετικές κινήσεις, υπερασπιζόμενοι το θετικιστικό ιδεολογικό οπλοστάσιο της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Αντίθετα, ο απομονωτισμός που επέδειξε η ΔΗΜΑΡ κατά τη διάρκεια των διεργασιών για τη συνένωση του χώρου φαίνεται να της στοίχισε μεγάλο κομμάτι των ψηφοφόρων της. Οσο για Το Ποτάμι, το νεαρό αυτό κόμμα, που αμφισβήτησε με τη σειρά του το κομματικό κατεστημένο προτάσσοντας μια εναλλακτική πολιτική κουλτούρα, βρήκε μικρότερη ανταπόκριση από αυτή που του προεξοφλούσαν οι προβλέψεις, πληρώνοντας πιθανότατα το τίμημα της άρνησής του να αυτοπροσδιοριστεί ιδεολογικά.

Η ελληνική κοινωνία, πάντως, φαίνεται να κολυμπάει ολοένα και βαθύτερα μέσα σε μια θάλασσα καχυποψίας, φθόνου και χλευασμού, παρασυρόμενη από ένα αυξανόμενο κύμα οικονομικής και πολιτισμικής φτώχειας. Οι τρεις νεοναζί βουλευτές που θα μας εκπροσωπούν τα επόμενα πέντε χρόνια στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα μας το υπενθυμίζουν. Αν δεν καταφέρουμε να αναχαιτίσουμε τη φτώχεια αυτή, δεν μπορούμε να περιμένουμε να διορθωθεί η κατάσταση από μόνη της. Γι’ αυτό στόχος όσων εμπλέκονται στην πολιτική διαδικασία πρέπει να γίνει, από σήμερα κιόλας, το αίτημα της διάχυσης του πλούτου στην κοινωνία. Πλούτου οικονομικού, πλούτου των ιδεών, του πολιτισμού, του ανθρωπισμού και της παιδείας. Για να αρχίσουν επιτέλους η αντίστροφη μέτρηση και η οικοδόμηση μιας καλύτερης ζωής.

Η Χαριτίνη Καρακωστάκη είναι πολιτικός επιστήμων,

υπ. διδάκτωρ στο EHESS (Paris)