Τα 50 είναι η ηλικία κατά την οποία είθισται να αρχίζουμε να ανησυχούμε για την υγεία μας, σύμφωνα με μια πρόσφατη βρετανική δημοσκόπηση.

Αυτό όμως δεν σημαίνει πως όλα αρχίζουν να παίρνουν την κάτω βόλτα μόλις περάσουμε τα πρώτα -ήντα. Τουναντίον, πολλά πράγματα βελτιώνονται στον οργανισμό καθώς γερνάμε. Να μερικά από αυτά.

Ιδρώνουµε λιγότερο. Η παραγωγή του ιδρώτα μειώνεται με το πέρασμα του χρόνου, γεγονός που σημαίνει ότι εκλείπει η αγωνία για τα αντιαισθητικά σημάδια του στα ρούχα. Ο δρ Γ. Λάρι Κένεϊ, καθηγητής Φυσιολογίας & Κινησιολογίας στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια, συνέκρινε τον ρυθμό εφίδρωσης σε 20άρες και 30άρες γυναίκες με εκείνον σε 50άρες και 60άρες, διαπιστώνοντας πως οι μεγαλύτερες γυναίκες ίδρωναν λιγότερο από τις νεότερες όταν όλες εξετίθεντο στις ίδιες συνθήκες. Το ίδιο βρήκε σε αντίστοιχη μελέτη με άνδρες. «Αν και σε όλες τις ηλικίες η αύξηση της θερμοκρασίας ενεργοποιεί τον ίδιο αριθμό ιδρωτοποιών αδένων, καθώς γερνάμε ο οργανισμός εκ φύσεως παράγει λιγότερο ιδρώτα» εξηγεί. Στα μειονεκτήματα αυτής της μείωσης συμπεριλαμβάνεται ο αυξημένος κίνδυνος εκδήλωσης ασθενειών της ζέστης, όπως η θερμοπληξία.
Παθαίνουµε πιο δύσκολα ιώσεις. Αν και τα μικρά παιδιά μπορεί να παθαίνουν ίωση έως και 10 φορές κάθε χειμώνα, ένας άνθρωπος που φτάνει στα 70 του μπορεί να αρρωστήσει μία ή δύο φορές τον χρόνο. «Κάθε φορά που ο οργανισμός εκτίθεται σε έναν νέο ιό δημιουργεί το κατάλληλο αντίσωμα για να τον καταπολεμήσει, το οποίο και αποθηκεύει για μελλοντική χρήση» λέει η δρ Ροξάν Σακόλ, παθολόγος στο Ινστιτούτο Ευεξίας της Cleveland Clinic στο Οχάιο. «Με αυτόν τον τρόπο δημιουργεί μία «βιβλιοθήκη αντισωμάτων η οποία θα τον προστατεύσει από τους ίδιους ιούς όταν, χρόνια αργότερα, θα εκτεθεί ξανά σε αυτούς». Ωστόσο, αυτό δεν ισχύει για τους ιούς της γρίπης, οι οποίοι μεταλλάσσονται κάθε χρόνο και έτσι είμαστε μονίμως απροστάτευτοι εναντίον τους –εκτός κι αν κάνουμε με συνέπεια το αντιγριπικό εμβόλιο.

Κάνουµε καλύτερο σεξ. Σε αντίθεση με την ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι η ηλικία σκοτώνει το σεξ, μελέτες αποκαλύπτουν ότι μάλλον καλό του κάνει. Το 2011 λ.χ. δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Menopause» μελέτη με 27.347 γυναίκες, ηλικίας 50 έως 79 ετών, που έδειξε ότι ενεργή σεξουαλική ζωή είχαν πάνω από έξι στις δέκα στις ηλικίες 50-59 ετών, το 45% στις ηλικίες 60-69 ετών και πάνω από το 28% στις ηλικίες 70-79 ετών. Από τις γυναίκες αυτές, πάνω από έξι στις δέκα (το 63,2%) δήλωσαν ικανοποιημένες από την ερωτική τους ζωή, ενώ απ’ όσες δεν ήταν ικανοποιημένες το 57% είπε ότι αυτό οφείλεται στο ότι θα ήθελαν να κάνουν περισσότερο σεξ! «Η αλλαγή στην ορμονική ισορροπία που επέρχεται λίγο μετά τα 40 αυξάνει την ερωτική επιθυμία και την ικανότητα οργασμού, ενώ καθοριστικό ρόλο παίζει το ότι μετά την εμμηνόπαυση παύει να υφίσταται η απειλή μιας ανεπιθύμητης κύησης» εξηγεί η δρ Πάμελα Πικ, επίκουρη καθηγήτρια Οικογενειακής & Κοινοτικής Ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μέριλαντ. «Επιπλέον, άνδρες και γυναίκες αισθάνονται πιο άνετα με το σώμα τους, εμπιστεύονται περισσότερο τον σύντροφό τους και αξιοποιούν τα βιώματά τους για να αποκομίζουν τη μέγιστη δυνατή σεξουαλική απόλαυση». Του λόγου το αληθές αποδεικνύουν άλλες μελέτες οι οποίες έχουν δείξει πως το ποσοστό επίτευξης οργασμού από 61% που είναι στις ηλικίες 18-24 ετών υπερβαίνει το 70% στις ηλικίες άνω των 50 ετών.

Τα παρεπόµενα της µέθης είναι λιγότερο σοβαρά. Επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Δανίας δημοσίευσαν πέρυσι τον Σεπτέμβριο μελέτη που έδειξε ότι τα παρεπόμενα της μέθης γίνονται ηπιότερα και σπανιότερα με το πέρασμα του χρόνου, ενώ σχεδόν εξαφανίζονται μετά τα 60 χρόνια. Στη μελέτη συμμετείχαν 51.645 εθελοντές, ηλικίας 18 έως 94 ετών, οι οποίοι συμπλήρωσαν ειδικά ερωτηματολόγια για την κατανάλωση αλκοόλ και τις συνακόλουθες συνέπειές της. Οπως έδειξε η μελέτη, η συχνότητα και η ένταση των παρεπομένων της μέθης (λ.χ. πονοκέφαλος, ναυτία, εξάντληση) ήταν υψηλότερες στους νεαρούς ενηλίκους (ηλικίες 18-30 ετών) και μειώνονταν σταδιακά και στα δύο φύλα κατ’ αναλογία με την αύξηση της ηλικίας. Ετσι, ενώ στις ηλικίες 18-30 ετών το 21% των γυναικών δήλωσε πως όταν το παρακάνει με το αλκοόλ ξυπνά «κομμάτια» το επόμενο πρωί, το αντίστοιχο ποσοστό στις ηλικίες άνω των 60 ετών ήταν μόλις 3%. Αντίστοιχα, ενώ 62% των νέων ηλικίας 18-30 ετών δήλωσαν πως νιώθουν εξαντλημένοι την ημέρα ύστερα από τη μέθη, το αντίστοιχο ποσοστό μετά τα 60 ήταν μόλις 14%. Οι ερευνητές αποδίδουν τις διαφορές αυτές σε ποικίλες αιτίες –από το ότι ο οργανισμός συνηθίζει το αλκοόλ έως το ότι καθώς μεγαλώνουμε συνειδητοποιούμε ότι οι υπερβολές είναι ανούσιες και έτσι πίνουμε λιγότερο και πιο λογικά (π.χ. με γεμάτο στομάχι και αργό ρυθμό).

Η διακοπή του καπνίσµατος είναι πιο εύκολη. Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι μετά τα 50 είναι πιο εύκολο να κόψει κάποιος το κάπνισμα. Σε μια από αυτές, λ.χ., που διεξήχθη από το Κέντρο Εθισμών & Ψυχικής Υγείας (CAMH) του Καναδά, οι ερευνητές διαπίστωσαν πως κατόρθωσε να κόψει το κάπνισμα περισσότερο από το 70% των 65άρηδων μανιωδών καπνιστών που συμμετείχαν, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στις ηλικίες 17-24 ετών δεν έφτασε καν το 20% (μανιώδεις είναι οι καπνιστές που καπνίζουν πάνω από 20 τσιγάρα ή ένα πακέτο την ημέρα). Ανάλογες διαφορές έχουν καταγραφεί και σε μελέτες με μη μανιώδεις καπνιστές (κάτω από ένα πακέτο τσιγάρα την ημέρα). Πού οφείλεται αυτό; Ισως στο ότι καθώς μεγαλώνουμε αντιλαμβανόμαστε πως δεν είμαστε αθάνατοι και έτσι έχουμε περισσότερες πιθανότητες να λάβουμε τις απαιτούμενες αποφάσεις προφύλαξης της υγείας μας, λένε οι ειδικοί.
Το στρες γίνεται λιγότερο. Αν και οι αντιδράσεις του οργανισμού στα στρεσογόνα ερεθίσματα δεν αλλάζουν, καθώς μεγαλώνουμε λιγοστεύουν ολοένα περισσότερο τα πράγματα που μπορούν να μας προκαλέσουν άκρατο στρες, κατά την δρα Πικ. Αυτό οφείλεται στο ότι αφενός είναι πολύ πιθανό να «το έχουμε ξαναδεί το έργο» (τη δέκατη φορά λ.χ. που θα χαλάσει το κομπιούτερ σας, είναι πολύ πιθανό να αντιδράσετε με στωικότητα αντί να σας ανέβει πάλι το αίμα στο κεφάλι), αφετέρου νιώθουμε πιο σίγουροι με το σώμα, τις σχέσεις, την καριέρα και τις επιλογές της ζωής μας, εξηγεί. Επιπλέον, έχουμε εδραιωμένη αντίληψη για το τι μπορούμε να ελέγξουμε και τι όχι, οπότε δεν χάνουμε τον χρόνο και την ψυχική μας ισορροπία για ό,τι δεν εξαρτάται από εμάς.
Μειώνονται η λιπαρότητα και η τριχοφυΐα. Καθώς μεγαλώνουμε, το κρανίο παράγει λιγότερο σμήγμα και έτσι τα μαλλιά δεν «λαδώνουν» όσο στο παρελθόν, οπότε δεν χρειάζονται συχνό λούσιμο, κατά την δρα Ντέμπρα Τζάλιμαν, δερματολόγο στην πόλη της Νέας Υόρκης. Επειδή εξάλλου μετά την εμμηνόπαυση μειώνονται τα επίπεδα οιστρογόνων στο αίμα, μειώνεται και η τριχοφυΐα στο σώμα. Οταν σταθεροποιηθούν οι ορμονικές διακυμάνσεις της κλιμακτηρίου, οι περισσότερες γυναίκες παρατηρούν ότι έχουν πλέον πιο καθαρό δέρμα και λιγότερα σπυράκια

Οι ηµικρανίες περιορίζονται. Στις περισσότερες γυναίκες οι ημικρανίες βελτιώνονται θεαματικά μετά την εμμηνόπαυση. Πρόσφατη βρετανική μελέτη, λ.χ., σε γυναίκες με ημικρανίες έδειξε ότι το 67% παρουσίασε βελτίωση μετά την κλιμακτήριο. Το γεγονός αυτό δεν προκαλεί έκπληξη στους ειδικούς. «Είναι καλά γνωστό ότι οι ορμονικές διακυμάνσεις αποτελούν συχνό εκλυτικό παράγοντα της ημικρανίας στις γυναίκες, πολλές από τις οποίες παρουσιάζουν ημικρανική κρίση τις ημέρες πριν από την έμμηνο ρύση» λέει ο δρ Φαγιάζ Αχμέντ, νευρολόγος στον βρετανικό οργανισμό Migraine Trust. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο λόγος που οι ημικρανίες είναι δυο φορές πιο συχνές στις γυναίκες απ’ ό,τι στους άνδρες. Μετά τα 50 και την εμμηνόπαυση, λοιπόν, ο συγκεκριμένος εκλυτικός παράγοντας παύει να υφίσταται και έτσι οι ημικρανίες μειώνονται αισθητά, ενώ συχνά εξαφανίζονται εντελώς.