Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 το σόι των Γκέλντοφ, με πάτερ φαμίλια τον μουσικό παραγωγό και φιλάνθρωπο Μπομπ, μητέρα την τηλεπαρουσιάστρια Πόλα Γέιτς και τέκνα τη Φίφι, την Πίτσες και την Πίξι, απολάμβανε τη φήμη του οικογενειακώς. Πριν από τους Μπέκαμ ή τους Οζμπορν, σχεδόν κάθε τους κίνηση γινόταν εξώφυλλο όπως και οι εκκεντρικές επιλογές τους στο ντύσιμο ή η προνομιούχος ζωή τους. Ακόμα και τα αλλόκοτα ονόματα των παιδιών τους σχολιάζονταν, σαρκαστικά βεβαίως. Οχι όπως τώρα που κάτι τέτοιο θεωρείται τεκμήριο διασημότητας. Ηταν διασκεδαστικοί αλλά και αγαπητοί. Λίγο τρελούτσικοι αλλά σταθεροί. Απόμακροι αλλά οικείοι. Ηδη από τα μέσα του ’80 και τις συναυλίες Live Aid ο Μπομπ είχε λανσάρει τη μόδα των διασήμων που εμπλέκονται σε φιλανθρωπίες. Η Πόλα έγραφε αστειούτσικα βιβλία για γονείς, γεμάτα αναφορές στα δικά της παιδιά. «Της αρέσει να ντύνεται σαν να είναι η βασιλομήτωρ» έγραφε στην αυτοβιογραφία της για τη μικρή Πίτσες, με μπόλικο ενθουσιασμό.
Ο Μπομπ και η Πόλα είχαν συνδεθεί πριν από το 1976, όταν εκείνος τραγουδούσε στους Boomtown Rats και εκείνη ήταν μουσικοκριτικός. Το 1983 απέκτησαν τη Φίφι Τρίξιμπελ και το 1986 παντρεύτηκαν. Το 1989 ήρθε η Πίτσες και το 1990 η Πίξι. Κάποια στιγμή ο Γκέλντοφ, αντιλαμβανόμενος ότι η γοητεία της συζύγου του και η ομοιότητά της με μοντέλο του ’50 ήταν ό,τι πρέπει για τις τηλεοπτικές εκπομπές της εταιρείας παραγωγής του, τη διόρισε παρουσιάστρια στη δημοφιλή πρωινή εκπομπή The Big Breakfast ελπίζοντας να προσελκύσει ευρύτερο κοινό. Το σκηνικό περιελάμβανε ένα μεγάλο κρεβάτι με λεοπάρ σκεπάσματα, πάνω στο οποίο η Γέιτς δήθεν χουζούρευε ή έπαιρνε συνεντεύξεις από άλλες διασημότητες, φλερτάροντας και λίγο. Ηταν λίγο πικάντικα όλα αυτά για την εποχή, τα νούμερα όμως ανέβαιναν. Οι διασημότητες συνέρρεαν και ένα πρωί του ’95 η Γέιτς πήρε συνέντευξη στο κρεβάτι της από τον τραγουδιστή των INXS Μάικλ Χάτσενς.
Οι τηλεθεατές εκείνης της εκπομπής αλλά και ο ίδιος ο Μπομπ Γκέλντοφ πρέπει να ένιωσαν κάπως άβολα. Δεν ήταν συνηθισμένοι, την ώρα του πρωινού τους, στην εικόνα μιας γυναίκας ντυμένης κάπως «ελευθεριακά» που τύλιγε τα πόδια της γύρω από έναν ροκ σταρ, ενώ εκείνος την κοίταζε σαν να ήταν και οι δυο τους γυμνοί. Ούτε πέρασε πολύς καιρός προτού οι τηλεθεατές διαβάσουν στα ταμπλόιντ ότι η Γέιτς εγκατέλειψε τον Γκέλντοφ για τον αυστραλό μουσικό. Μέσα σε έναν χρόνο απέκτησαν και κόρη, τη Χέβενλι Χιράανι Τάιγκερ Λίλι, ενώ οι τρεις προηγούμενες έγιναν αντικείμενο δικαστικής διαμάχης και την κηδεμονία τους κέρδισε ο Γκέλντοφ. Σε λίγους μήνες, ο Χάτσενς βρέθηκε νεκρός σε δωμάτιο ξενοδοχείου στο Σίδνεϊ. Η Γέιτς κατηγόρησε τον πρώην σύζυγό της ως υπεύθυνο για την αυτοκτονία του αγαπημένου της. Ο θυμός της αντικαταστάθηκε από θλίψη, η οποία δεν αντικαταστάθηκε από τίποτα. Μπήκε σε κλινική αποτοξίνωσης, έκανε μερικές αποτυχημένες σχέσεις και στις συνεντεύξεις την αντικαθιστούσε μια σκιά του κάποτε γοητευτικού εαυτού της. «Ημουν πιο πέρα και από τη θλίψη» έλεγε σε μία από αυτές.
«Η μητέρα μου που ήταν φανταστική, που έγραφε βιβλία για τη μητρότητα, που μας έδωσε μια ειδυλλιακή παιδική ηλικία στο Κεντ, έγινε ένα μαραμένο κέλυφος και έπαιρνε φάρμακα μόνο και μόνο για να βγάλει την ημέρα» θα έλεγε η Πίτσες για όλα αυτά το 2012. «Σαν να μην έφτανε αυτό, υπήρχε και ο πατέρας μου που ήταν πικραμένος και μελαγχολικός, ένα περιβάλλον σχεδόν αβάσταχτο για εμάς τα παιδιά». Ηταν η περίοδος που η Γέιτς, μέσα σε όλα τα άλλα, έμαθε ότι ο βιολογικός της πατέρας δεν ήταν ο Τζες Γέιτς όπως πίστευε, αλλά ο τηλεπαρουσιαστής Χιούι Γκριν. Τα ταμπλόιντ άρχισαν να κάνουν κύκλους από πάνω της και η Πόλα τους έδωσε αυτό που ήθελαν. Τον Σεπτέμβριο του 2000, στα δέκατα γενέθλια της κόρης της Πίξι, βρέθηκε νεκρή στο σπίτι της στο Λονδίνο, από υπερβολική δόση ηρωίνης. Η Πίτσες ήταν έντεκα χρονών. «Θυμάμαι την ημέρα που πέθανε η μητέρα μου και ακόμα δυσκολεύομαι να μιλήσω για αυτό. Απλώς το μπλόκαρα στη μνήμη μου. Πήγα στο σχολείο την επόμενη ημέρα, γιατί η αντιμετώπιση του πατέρα μου ήταν: “Ψυχραιμία, προχωράμε μπροστά”. Ολες πήγαμε στο σχολείο και προσπαθήσαμε να προσποιηθούμε ότι δεν είχε συμβεί τίποτα. Είχε συμβεί όμως».
Η Πίτσες, εκτός από τη θλίψη του παιδιού που χάνει το γονιό του, είχε να αντιμετωπίσει και το ανεπανόρθωτο πια γεγονός ότι η μητέρα της, παρά την αγάπη προς τα παιδιά της, ήδη μετά τον θάνατο του Χάτσενς αδυνατούσε να αναλάβει εκ νέου την ανατροφή τους. «Ολα είχαν αλλάξει από τότε που γνώρισε τον Μάικλ» έλεγε ένας συνεργάτης της σε μια νεκρολογία, «είχε πετάξει τα πάντα εξαιτίας του Μάικλ και όταν εκείνος πέθανε, δεν βρήκε τίποτα όρθιο». Ισως για αυτό ο Μπομπ Γκέλντοφ ανέλαβε τότε και την κηδεμονία της Τάιγκερ Λίλι και για αυτό τα μίντια έστρεψαν πλέον την προσοχή τους στην ίδια και στις αδελφές της. Εκείνος ήξερε πώς να τα χειριστεί, ενώ η Φίφι ούτε που ενδιαφερόταν για τη δημοσιότητα. Η Πίτσες, αντίθετα, λούστηκε στα φώτα της με ενθουσιασμό γύρω στα δεκαέξι της όταν άρχισε να γράφει σε περιοδικά και να εμφανίζεται σε τηλεοπτικές εκπομπές. Οι φωτογραφίες από εμφανίσεις της σε ένα σωρό πάρτι ήταν πλέον σταθερό εξάρτημα του κίτρινου Τύπου. Ο δρόμος που έπαιρνε θύμιζε πολύ εκείνον της μητέρας της.
Μέχρι που έκανε στροφή, σχεδόν όπως και η Πόλα, προς άλλη όμως κατεύθυνση. Εκεί που η Γέιτς απέρριψε τη σπιτική ζωή για χάρη του Χάτσενς, η Πίτσες γύρισε την πλάτη στα πάρτι για να ζήσει στην εξοχή με τον δεύτερο σύζυγό της, τον πανκ μουσικό Τόμας Κοέν και τους δύο γιους τους, τον Αστάλα και τον Φέντρα (να τα πάλι τα παράξενα ονόματα). Δεν είχε στερηθεί τη δημοσιότητα. Είχε γίνει τηλεπαρουσιάστρια και μοντέλο και ζούσε όπως συνηθίζεται σε αυτές τις περιπτώσεις, μεταξύ Λονδίνου, Νέας Υόρκης και Λος Αντζελες. Είχε γράψει και παρουσιάσει μεταξύ άλλων ένα ντοκιμαντέρ και ένα ριάλιτι σόου για τον εαυτό της, με τους τίτλους Teenage Mind και Disappear Here αντίστοιχα. Το όνομά της είχε ακουστεί σε ιστορίες για διατροφικές διαταραχές, για εθισμό στην ηρωίνη, για προτροπές του Μπομπ σε αποτοξίνωση και για τερματισμό της καριέρας της στο μόντελινγκ λόγω γυμνών φωτογραφιών που κυκλοφόρησε ένας πρώην εραστής. Πλέον το κοινό, σίγουρο ότι αυτό το σπίτι το ξέρει καλά, πίστευε – όπως έγραφαν και τα ταμπλόιντ – ότι η οικογένεια του Γκέλντοφ έβρισκε τη λύτρωση που αξίζουν τα μεγάλα και πικρά παραμύθια. Δεν ήταν ακριβώς έτσι.
Η δήλωση που ακολούθησε τον προς το παρόν ανεξιχνίαστο θάνατο της κόρης του ήταν ένα κλικ πιο συναισθηματική από τα συνήθως νερόβραστα δελτία Τύπου των υπευθύνων επικοινωνίας. Φώτιζε επίσης άλλη μία πτυχή του σοκ του βρετανικού κοινού, μερίδα του οποίου μεγάλωσε μαζί του, μπορούσε επομένως να αντιληφθεί ευκολότερα το πένθος ενός πατέρα που χάνει την κόρη του. «Είμαστε πιο πέρα και από τον πόνο» έλεγε ο μουσικός και παραγωγός, απηχώντας εσκεμμένα ή όχι, την παλαιότερη δήλωση της πρώην γυναίκας του για τον εραστή της. «Ηταν η πιο άγρια, αστεία, έξυπνη, σπιρτόζα και παλαβή από όλους μας» συνέχιζε. «Αυτό το “ήταν” με διαλύει. Τι όμορφο παιδί. Πώς είναι δυνατόν να μην την ξαναδούμε;». Κατόπιν μνημόνευε την οικογένειά του, «ραγισμένη τόσες φορές αλλά όχι σπασμένη», ένα μέλος της οποίας, η 18χρονη σήμερα Τάιγκερ Λίλι, κόρη της Γέιτς και του Χάτσενς, είχε χάσει τη μητέρα, τον πατέρα και την ετεροθαλή αδελφή της. Λες και τα ένιωθε όλα αυτά η Πίτσες, με την τελευταία διαδικτυακή ανάρτησή της θα έδινε στα ταμπλόιντ που πλέον αναζητούν συμβολισμούς και στα ψηφιακά χνάρια του νεκρού, μια βρεφική φωτογραφία της με την Πόλα να την κρατάει αγκαλιά. Η λεζάντα έγραφε: «Εγώ και η μαμά μου».







