Τουλάχιστον 14 την εβδομάδα –κατά μέσο όρο δηλαδή. Αλλα είναι μικρά και «κατά συνθήκην» και άλλα υποκρύπτουν κάτι πολύ σοβαρότερο, από την αληθινή εξαπάτηση με δόλιους σκοπούς έως την απιστία. Τα ψέματα φαίνεται πως είναι στο αίμα μας και το να λέμε την αλήθεια μάλλον συνειδητή επιλογή.

Του λόγου το αληθές αποδεικνύουν η μια μελέτη μετά την άλλη, που δείχνουν ότι σε κάθε έκφανση της ζωής μας το ψέμα το έχουμε πρόχειρο στην άκρη της γλώσσας ή και των… δακτύλων μας.

Πέρυσι λ.χ. διεξήχθη στη Βρετανία δημοσκόπηση μεταξύ 2.000 χρηστών ιστοσελίδων μαζικής δικτύωσης, η οποία έδειξε πως ένας στους οκτώ συστηματικά επινοεί όσα αναρτά στο facebook και στο twitter για να «κερδίζει πόντους». Οι περισσότεροι από αυτούς είπαν πως θεωρούν την αληθινή τους ζωή πολύ βαρετή και έτσι υπερβάλλουν και γράφουν ψέματα για να φαίνονται πιο ενδιαφέροντες και να προσελκύουν «φίλους» και «ακολούθους». Κλασικά παραδείγματα ανειλικρίνειας είναι να ισχυρίζονται ότι ακόμα δουλεύουν σκληρά ενώ στην πραγματικότητα βρίσκονται καθ’ οδόν για το σπίτι ή να αναρτούν ως δικά τους τα ανέκδοτα και τα τραγούδια άλλων χρηστών.

Το 2010, μια άλλη βρετανική δημοσκόπηση που διεξήχθη σε 3.000 εθελοντές αποκάλυψε ότι οι άνδρες λένε κάθε χρόνο 1.092 ψέματα (σχεδόν 3 την ημέρα) και οι γυναίκες 728 (ή κάτι λιγότερο από 2 την ημέρα). Και το 2002 δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Journal of Basic and Applied Psychology» (JBAP) αμερικανική μελέτη που αποκάλυψε ότι οι έξι στους δέκα ενηλίκους δεν μπορούν καν να κάνουν μια δεκάλεπτη συζήτηση με έναν άγνωστο δίχως να πουν ανακρίβειες (στη διάρκεια αυτού του δεκαλέπτου λένε ψέματα 2,92 φορές κατά μέσο όρο).

Γιατί λέµε ψέµατα

Το θέμα της ανειλικρίνειας αποτελεί αντικείμενο επισταμένων μελετών εδώ και δεκαετίες, καθώς οι επιστήμονες προσπαθούν να καταλάβουν γιατί λέμε τόσα ψέματα. Ως φαίνεται, το κάνουμε για αναρίθμητους λόγους –από την επιθυμία μας να κερδίσουμε κάτι έως την προσπάθειά μας να προστατεύσουμε αυτούς που αγαπάμε. Η ικανότητά μας να εξαπατούμε μοιάζει ατελείωτη και συχνά – πυκνά λέμε ψέματα στον ίδιο μας τον εαυτό (αν δεν το πιστεύετε, σκεφθείτε πόσες φορές έχετε πει «εντάξει, λίγο έφαγα» όταν στην πραγματικότητα έχετε φάει τον… άμπακο).

Κοινός παρανομαστής στα περισσότερα από τα ψέματα που λέμε είναι η αυτοεκτίμηση, κατά τον ειδικό σε θέματα ανειλικρίνειας δρα Ρόμπερτ Φέλντμαν, καθηγητή Ψυχολογίας και πρύτανη του Κολεγίου Κοινωνικών & Συμπεριφορικών Επιστημών (SBS) του Πανεπιστημίου της Μασαχουσέτης.

«Οι μελέτες μας δείχνουν ότι μόλις αισθανθεί κάποιος ότι απειλείται η αυτοεκτίμησή του, σχεδόν ενστικτωδώς αρχίζει να λέει ψέματα» λέει. «Οπως φαίνεται, όταν λέμε ψέματα που αφορούν (και) τον εαυτό μας, ο κύριος σκοπός δεν είναι να εντυπωσιάσουμε τους άλλους, αλλά υποσυνείδητα καταφεύγουμε σε αυτά για να συντηρήσουμε την εικόνα του εαυτού μας έτσι όπως θα θέλαμε να είναι. Εγγενώς θέλουμε να είμαστε αρεστοί, κοινωνικώς αποδεκτοί και να αποφεύγουμε να προσβάλλουμε τους άλλους».

Η διαφύλαξη της αυτοεκτίμησης φαίνεται ότι είναι η κινητήρια δύναμη και για τα περισσότερα ψέματα στο γραφείο, σύμφωνα με μελέτες της δρος Τζένιφερ Αργκο, καθηγήτριας Μάρκετινγκ στο Πανεπιστήμιο της Αλμπέρτα στον Καναδά. Οπως έχει ανακαλύψει, είμαστε πιο πρόθυμοι να πούμε ψέματα στους συναδέλφους μας απ’ ό,τι σε αγνώστους, ίσως διότι θέλουμε να φαινόμαστε καλοί και ταυτοχρόνως να διατηρούμε αλώβητη την αυτοαξία μας.

Πώς να καταλάβετε τον ψεύτη

Καλά όλ’ αυτά, αλλά υπάρχει τρόπος να καταλάβουμε εάν κάποιος λέει ψέματα; Μελέτες έχουν δείξει ότι αναγνωρίζουμε τους ψεύτες στο 54% των περιπτώσεων, εφόσον τους έχουμε απέναντί μας και τους κοιτάμε κατά πρόσωπο, διότι υιοθετούν ορισμένες συμπεριφορές και αντιδράσεις που τους προδίδουν.

Ποιες είναι αυτές οι συμπεριφορές; Το θέμα έχει μελετήσει ενδελεχώς ομάδα επιστημόνων υπό τον δρα Ρ. Εντουαρντ Γκάισελμαν, καθηγητή Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Λος Αντζελες (UCLA). Οπως έγραψαν οι ερευνητές το 2011 στο επιστημονικό περιοδικό «American Journal of Forensic Psychiatry», οι κύριες ενδείξεις ότι κάποιος λέει ψέματα είναι οι εξής:

Είναι λακωνικός στα ουσιώδη… «Οι περισσότεροι ψεύτες δεν θέλουν να λένε πολλά, διότι φοβούνται ότι μετά δεν θα τα θυμούνται» εξηγεί ο δρ Γκάισελμαν. «Ετσι αποφεύγουν να δώσουν λεπτομέρειες, ακόμα κι αν αυτές τους ζητηθούν».

… αλλά χειµαρρώδης στα επουσιώδη. Αν λ.χ. τεθεί το απλό ερώτημα σε κάποιον «πού ήσουν;» κι αρχίσει να λέει «πήγα στο σουπερμάρκετ και χρειαζόμουν αβγά, τυρί και ζάχαρη και κόντεψα στον δρόμο να πατήσω έναν σκύλο και έτσι χρειάστηκα να οδηγήσω αργά», δίνει υπερβολικά πολλές λεπτομέρειες και είναι πιθανό να λέει ψέματα.

Δίνει περιττές εξηγήσεις. Αν και όσοι λένε ψέματα δεν μιλάνε πολύ, έχουν την τάση να δικαιολογούν αυτομάτως ό,τι λένε παρότι δεν τους ζητάει κανείς να το κάνουν.

Απαντά σε µια ερώτηση µε µια άλλη ερώτηση. Αν λ.χ. η ερώτηση «πού ήσουν;» απαντηθεί με ένα «πού ήμουν;», κάτι δεν πάει καλά.

Ο λόγος τους δεν έχει σταθερό ρυθµό. Οταν κάποιος λέει ψέματα, συχνά αρχίζει να απαντά με αργό ρυθμό που επιταχύνεται στη συνέχεια ή απαντά με πολλές διακοπές και επανεκκινήσεις ή απαντά διστακτικά. Αντιθέτως, όταν κάποιος λέει την αλήθεια, η ομιλία του δεν έχει διακυμάνσεις στον ρυθμό της στην ίδια πρόταση.

Σφίγγει τα χείλη του και κοιτάζει µακριά. «Το σφίξιμο των χειλιών υποδηλώνει ότι κάποιος σκέφτεται σκληρά για να βρει μια απάντηση και η προσπάθειά του αποτυπώνεται στο πρόσωπό του» τονίζει ο δρ Γκάισελμαν. Οι ψεύτες έχουν επίσης την τάση να κάνουν μηχανικές κινήσεις, όπως να ισιώνουν τα ρούχα τους ή να «παίζουν» με τα μαλλιά τους ή ένα κουμπί στην μπλούζα τους.

Ρίχνει κλεφτές µατιές προς το µέρος σας. Το κάνουν επειδή έχουν ανάγκη να μάθουν αν γίνονται πιστευτοί και έτσι ρίχνουν κλεφτές ματιές για να παρακολουθούν τις αντιδράσεις σας.

«Ολες αυτές οι ενδείξεις πρέπει να μας κάνουν επιφυλακτικούς ως προς την ειλικρίνειά του απέναντί μας, αν και δεν αποτελούν αδιάσειστες αποδείξεις ότι ψεύδεται» επισημαίνει ο δρ Γκάισελμαν. Πρόσθετες ενδείξεις εντοπισμού του ψεύτη παρέχει και ο δρ Ρίτσαρντ Βάισμαν, καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Χέρτφορντσαϊρ. Ο δρ Βάισμαν ηγήθηκε μελέτης που δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο του 2012 στο επιστημονικό περιοδικό «PLoS One» και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, σε αντίθεση με την ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση, τα μάτια δεν προδίδουν τους ψεύτες (η μελέτη έδειξε ότι οι κινήσεις των ματιών ουδεμία σχέση έχουν με το αν λέμε αλήθεια ή ψέματα). Ο δρ Βάισμαν λέει πως ενδείξεις ψέματος μπορεί να είναι τα εξής:

Αποφυγή χρήσης των προσωπικών και κτητικών αντωνυµιών στο πρώτο ενικό πρόσωπο. Οταν επινοεί κάποιος ιστορίες που ουδέποτε συνέβησαν, τείνει να χρησιμοποιεί λιγότερο τα «εγώ», «εμένα», «μου» κ.λπ.

Ακινησία. Το να λέει κάποιος ψέματα απαιτεί μεγάλη νοητική συγκέντρωση. Το να μείνει ξαφνικά κάποιος εντελώς ακίνητος στην πορεία μιας συζήτησης είναι ύποπτη ένδειξη.

Δισταγµός. Οσοι λένε ψέματα μιλούν πολύ πιο διστακτικά απ’ όσους λένε την αλήθεια και έχουν την τάση να «σκοντάφτουν» στις λέξεις τους. Να έχετε τον νου σας για υπερβολικά πολλά «εεεεεεεεεε» και «ααααααααα».

Αιφνίδιες παύσεις. Οι ψεύτες εύκολα αιφνιδιάζονται, οπότε πρέπει να σταματήσουν για να σκεφτούν τι θα πουν. Να γίνετε καχύποπτοι αν εκεί που μιλούσατε αβίαστα μία ερώτησή σας προκαλέσει αιφνίδια παύση.

Και αν αναρωτιέστε πώς μπορείτε να καταλάβετε αν κάποιος γράφει ψέματα στα SMS που σας στέλνει, την απάντηση πιθανώς έδωσαν επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Brigham Young (BYU), στη Γιούτα, οι οποίοι δημοσίευσαν πέρυσι τον Σεπτέμβριο τα ευρήματα μελέτης για τα ψέματα που γράφουμε στα SMS.

Οπως έγραψαν οι ερευνητές στο περιοδικό «ACM Transactions on Management Information Systems», όταν στο μέσο μιας συζήτησης με SMS τίθεται ένα δύσκολο ερώτημα και ξαφνικά επέρχεται παύση, το πιθανότερο είναι ότι ο δέκτης του ερωτήματος σταμάτησε για να σκεφτεί με ποιο ψέμα θα απαντήσει.