Αν ένας κατάδικος για συγκεκριμένα εγκλήματα δικαιούται να δώσει στη δημοσιότητα τα κείμενά του και ένας εκδότης να τα κάνει –εμπορικό προφανώς –βιβλίο, είναι θέματα που έχουν λυθεί από το Σύνταγμα της χώρας και γενικότερα έχουν αντιμετωπιστεί από τον καιρό του Βολταίρου. Το θέμα με το βιβλίο «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη» του Δ. Κουφοντίνα είναι αυτό καθαυτό το περιεχόμενό του. Μοιάζει με τις προκηρύξεις της 17Ν: δεν υπάρχει τρόπος να εξακριβωθεί πόσα από αυτά που αναφέρει είναι αληθινά, πόσα προσωπικές μυθοπλασίες και πόσα παραπλανητικές κατασκευές.

Προσπαθώντας να εμφανιστεί ως «συναξαριστής» και θεωρητικός της εγχώριας τρομοκρατίας αλλά και αυθεντικός εκπρόσωπος και καθοδηγητής της 17Ν από τη δεκαετία του 1980 και εντεύθεν, ο Κουφοντίνας συχνά αντιφάσκει. Ιδίως όταν προσπαθεί να περιγράψει τα πρόσωπα-σκιές και τις σχέσεις τους και ενίοτε ανακατεύει τις ημερομηνίες και τα γεγονότα –ενδεχομένως επίτηδες.

Τα περισσότερα από όσα αναφέρονται στο ιστορικό των τρομοκρατικών οργανώσεων από τη Μεταπολίτευση και μετά είναι γνωστά και έχουν δημοσιευθεί κατά καιρούς. Αλλωστε στο σενάριο ότι η βασική μήτρα του «αντάρτικου πόλης» υπήρξε ο ΕΛΑ, συγκεκριμένα μέλη του οποίου συγκρότησαν τη 17Ν και έκαναν διαρκώς στρατολογήσεις τρομοκρατών, στηρίχθηκε ο σχεδιασμός των Αρχών επί των ημερών του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης.

Σε γενικές γραμμές, το βιβλίο απέχει πολύ από τον χαρακτήρα του ντοκουμέντου, αφού δεν προσθέτει τίποτε καινούργιο σε ό,τι αφορά τα πραγματικά περιστατικά. Συχνά μάλιστα περιγράφει τις «ενέργειες» της 17Ν σαν να… αντιγράφει τα ρεπορτάζ των εφημερίδων.

Για τον ρόλο των μελών της 17Ν σε ορισμένες περιπτώσεις εμπλέκει συγκεκριμένα πρόσωπα, αλλά γενικότερα μόνο σε συνδυασμό με αυτά που είπαν όσοι ομολόγησαν και όσα ακούστηκαν στη δίκη βγαίνει νόημα. Κόβει και ράβει κατά βούληση, αφού κανείς δεν είναι σε θέση να επαληθεύσει τις αφηγήσεις του και επιπλέον στον σκοτεινό κόσμο της τρομοκρατίας υπάρχει πάντα το άλλοθι της συνωμοτικότητας ή της παραπλάνησης των διωκτών της.

Στο βιβλίο διακρίνεται μια προσπάθεια για τη δημιουργία της εντύπωσης ότι συχνά οι πολίτες έβλεπαν τη 17Ν σαν νέο ΕΑΜ. Οι περιγραφές υπερτονίζουν τις σχέσεις της με τους εργαζομένους και την κοινωνία, στην οποία πιστεύει ότι είχε απήχηση. «Η πυκνή δράση της 17Ν εκείνη την περίοδο αυξάνει την απήχησή της. Στα συνεχή γκάλοπ εμφανίζεται μια σταθερή βάση της τάξης του 20%, το οποίο κατά περίπτωση φτάνει και το 30%, ακόμη και το 40% που συμφωνεί με τη 17Ν». Μετρήσεις με σύμφωνους τους τέσσερις στους δεκατέσσερις στις δολοφονίες δεν υπήρξαν. Ωστόσο, αναφέρεται σε δημοσκοπήσεις του… 2013 στις οποίες «20%-23% των ερωτηθέντων ζητούσε ανασύσταση της 17Ν».

Η ΚΑΛΥΨΗ ΚΑΙ ΟΙ ΛΙΡΕΣ. Αυτή η «συμφωνία» της κοινωνίας φτάνει μέχρι την κάλυψη. «Οταν κάποια στιγμή τραυματίσθηκα από σφαίρα, τότε η άμεση περίθαλψη και ιατρική φροντίδα δόθηκαν μέσα από κυκλώματα και σχέσεις αλληλοβοήθειας έξω από τη 17Ν». Ευχαριστεί μάλιστα όσους «κατάλαβαν αμέσως το είδος του τραύματος, αλλά δεν μίλησαν». Ενίοτε η ενίσχυση ήταν οικονομική. «Ενας παλιός σύντροφος είχε στείλει μια ημέρα τυλιγμένες προσεκτικά σε χαρτί μερικές χρυσές λίρες. Οικογενειακό απόθεμα για μια ανάγκη: εσείς δίνετε τη ζωή σας, να μη δώσουμε κι εμείς ό,τι μπορούμε;».

Ο Κουφοντίνας παρουσιάζει τον εαυτό του ως στρατευμένο μάρτυρα μιας «επαναστατικής» δραστηριότητας, στην οποία αποδίδει μεγαλύτερη σημασία από όση είχε. Με το ίδιο πνεύμα αναφέρεται στην εσωτερική λειτουργία των εγχώριων τρομοκρατικών οργανώσεων και στις σχέσεις των προσώπων μεταξύ τους. Ωστόσο, άλλες μαρτυρίες –ακόμη και αφηγήσεις του ίδιου –όπως και η συμβίωσή του με τους συγκρατουμένους του αργότερα κάθε άλλο παρά συνάδουν με αυτό το πνεύμα. Οπως δεν συνάδουν και οι ηρωικές περιγραφές με τις κλειστές πόρτες που ο ίδιος ομολογεί ότι βρήκε όταν άρχισε το ξήλωμα της οργάνωσης.

Ο Κουφοντίνας επιχειρεί τη μυθοποίηση των δυνατοτήτων και των υποδομών της οργάνωσης. Κάνει λόγο για αμέτρητα κρησφύγετα και οχήματα στη διάθεσή της, αλλά και υποστηρικτές παντού, πλήθος επαφών –ακόμη και με ανθρώπους του… Δημοκρατικού Στρατού –και ένα μεγάλο κύκλο προσώπων με νόμιμη και παράνομη δράση σε οργανώσεις και πυρήνες που βοηθούσαν με αυταπάρνηση και αλληλεγγύη. Αυτή η εικόνα κάθε άλλο παρά επιβεβαιώθηκε το 2002 με την εξάρθρωση της οργάνωσης και τις ομολογίες των περισσοτέρων από τα μέλη της. Αλλωστε καταρρίπτεται σε άλλες σελίδες του βιβλίου.

Ταπεινώνει τον Γιωτόπουλο

Στην αφήγηση του Κουφοντίνα δεν υπάρχει κάτι που να παραπέμπει στον Γιωτόπουλο. Ομως του επιφυλάσσει – χωρίς να τον κατονομάζει – έναν ταπεινωτικό επίλογο γιατί δεν είχε το θάρρος «να υπερασπιστεί την πολιτική του ιστορία, τον πολιτικό του εαυτό», όπως είχε «την ηθική και πολιτική υποχρέωση». Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζει και όσους συνεργάστηκαν με τις Αρχές – πλην του Σάββα Ξηρού τον οποίο δικαιολογεί: «Σκέφτομαι εκείνον που ομολόγησε πρώτος, τον άλλον που χαντρολογούσε ονόματα – ζωές, τον τρίτο που ομολόγησε, “μετανόησε” και υπέγραψε φωτογραφίες ανθρώπων με χέρι που δεν έτρεμε… Πώς κοιμούνται τις νύχτες;».